Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης του Ομήρου (Στέλιος Γιαννίκος)





Τούτο φαντάστηκα:


Δυο χιλιάδες χρόνια κι ακόμη περισσότερα, καθόταν ο Λύκιος Δίας απάνω στον πύρινο θρόνο του και παρατηρούσε τον κόσμο, ακίνητος χωρίς να κλείσει βλέφαρο.  Μόνο μια ρυτίδα αδιόρατη σιγά  σιγά γεννήθηκε ανάμεσα στα φρύδια του και κει μέσα της ανδρώθηκε ο πόνος . Και ξάφνου, χωρίς καμία προειδοποίηση, ήχησε από την καρδιά του ένας βαθύς αναστεναγμός που ΄χε το χρώμα του μελανότερου σκότους. «Έλληνες, Έλληνες» φώναξε. Τον άκουσαν οι υπόλοιποι θεοί, τρομάξανε και μαζευτήκαν γύρω του να μάθουν τι συμβαίνει. «Αποφάσισα να κάνω ένα δώρο στους Έλληνες» τους είπε. «Ακούστε με, βαρέθηκα να τους κοιτάζω από δω ψηλά, να τους βλέπω να σβήνουν, αν οι έλληνες αποθάνουν θα αποθάνει ολόκληρος ο κόσμος. Ένα δώρο το λοιπόν και ας πάρουν την μοίρα στα χέρια τους».  Τότε οι θεοί άρχισαν να προτείνουν δώρα.  Ο Άρης είπε να τους δοθεί δύναμη πολεμική, να ’ναι ανίκητοι στις μάχες, ο Ήφαιστος  να τους δώσει την γνώση της υψηλότερης τεχνολογίας και να υπερέχουν όλων των άλλων. Ο Ποσειδώνας να τους δώσει τα πιο πλούσια νερά σε ψάρια και μια θάλασσα σύμμαχο για τα καράβια τους, η Δήμητρα αντιπρότεινε,  να τους δώσει την πιο πλούσια γη στον κόσμο που να πέφτει ο σπόρος και ευθύς να φυτρώνει. Πρότειναν οι θεοί και ο Δίας άκουγε και από όσα λέχτηκαν κανένα δεν του άρεσε. Τελευταία μίλησε η Αθηνά. «Πατέρα, εκεί που βρίσκονται οι Έλληνες, είναι δύσκολο ακόμα και για μας τους Θεούς, να βρούμε ένα δώρο που να αποκαταστήσει την Ηθική τάξη. Οι έλληνες χάσανε το φως τους και για να το πάρουν πίσω, πρέπει πρώτα να αναζητήσουν τον εαυτό τους».  «Και τι προτείνεις Κόρη μου;» ρώτησε ο Δίας.  « Να στείλουμε τον Ερμή στον Άδη. Να μαζέψει εκεί τους καλύτερους έλληνες που ζήσανε και να τους ενημερώσει. Να τους πει πρώτα τι συμβαίνει στην πατρίδα τους και μετά να τους ζητήσει να διαλέξουν αυτοί  το καλύτερο δώρο.»  Άστραψε το μάτι του Δια, είπε, «κόρη μου, τυχαίο δεν είναι που ξεκίνησες την ύπαρξη σου μέσα στην μήτρα του μυαλού μου» και ευθύς γύρισε προς τον Ερμή και του ‘δωσε την εντολή.


Δέκα χρόνια πέρασαν στον Αδη και οι νεκροί βγάλανε την απόφαση τους. Μαζεύτηκαν οι θεοί στο επουράνιο Όλυμπο και περίμεναν την άφιξη του Ερμή. Εκείνος κατέφθασε με παρέα.  Στάθηκε μπροστά στον Δία και αναφώνησε, «Η απόφαση βγήκε, το δώρο διαλέχτηκε, σας το έφερα  να το ζυγίσετε». « Όμηρε, συ είσαι το Δώρο», ρώτησε ο Δίας την ψυχή που στεκότανε δίπλα στον Ερμή. «Όχι ακριβώς θεέ μου», του απάντησε. «Εγώ είμαι ο κομιστής του δώρου».  «Μίλα το λοιπών και πες μας τι συνέβη στον κάτω κόσμο, ποια είναι η αποστολή σου και ποιο θα είναι το δώρο».  


«Εγώ  θεοί μου, περνούσα υπέροχα στον Αδη. Της ζωής τα βάσανα τα χα σχεδόν ξεχάσει και αν δέχτηκα να ξαναγεννηθώ  και να ζήσω τις οδύνες της ύπαρξης το κάνω μόνο και μόνο από αγάπη για τον Άνθρωπο. Εκεί κάτω που συνεδριάζαμε πολλά και ωραία ειπώθηκαν αλλά η επιλογή φάνταζε άλυτος γρίφος. Τελικά την λύση μας την δώσανε δύο. Ήταν ο Σόλωνας ο Αθηναίος και ο Λυκούργος της Σπάρτης. Πρότειναν να γυρίσω πίσω στην ζωή για να γράψω ένα έπος ανώτερο  και από την Ιλιάδα και από την Οδύσσεια. Γιατί όπως είπανε, οι Έλληνες για να ζήσουν την ανάσταση έχουν ανάγκη από ένα παράδειγμα δικό τους  τόσο δυνατό που να ξυπνήσει στα κοιμισμένα κύτταρα τους την συλλογική μνήμη των προγόνων.  Βρήκαμε λοιπών εκείνη την εποχή που γέννησε του περισσότερους ήρωες στην ιστορία του Έθνους,  εκατό φορές και ακόμα περισσότερους από τον τρωικό πόλεμο. Μια εποχή που οι έλληνες αγωνίστηκαν για το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας σε έναν αγώνα που όμοιο του είχε να δει η ανθρωπότητα από τους Μηδικούς πολέμους.  Και όλοι συμφωνήσαμε για το Έπος της επαναστάσεως του 1821. 


Τότε λοιπόν και ενώ μέσα μου οργάνωνα τους τελειότερου στίχους το λόγο πήρε ο Αισχύλος ο τραγωδός. Είπε πως άριστη ήταν η επιλογή μας πλην όμως με τόσους ήρωες το έργο θα χανόταν στην απαρίθμηση των ονομάτων. Έπρεπε να βρούμε έναν κεντρικό ήρωα που θα γεμίσει με ρίγη συγκίνησης κάθε Έλληνα. Έναν ηγέτη με ανάστημα ανώτερο του Αγαμέμνονα,  έναν μαχητή άριστο στην τέχνη του πολέμου και ρωμαλέο σαν τον Αχιλλέα, με μυαλό οξύνοο και γεννοφόρο σαν του Οδυσσέα, έναν πατριώτη άδολο και πιστό σαν τον Έκτορα. Για μια στιγμή απόρησα, είναι δυνατόν να υπήρξε τέτοιος άνθρωπος, ρώτησα.  Και τότε ο Αδης σείστηκε ∙ μύριες ψυχές ταυτόχρονα φώναξαν ΝΑΙ. Ποιος, ξαναρώτησα.  Την απάντηση μου την έδωσε μια από τις ομορφότερες ψυχές του Αδη ο Ρήγας , είπε πως αυτός που ψάχνω είναι ο Γέρος του Μοριά και λέγετε Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Αμέσως προκλήθηκε μεγάλος ενθουσιασμός ιδιαίτερα από όσους αγωνίστηκαν στο έπος του 21. Τότε όμως συνέβη το αναπάντεχο, μια ανατροπή, ένας, μόνο ένας από όλους μας διαφώνησε…» 


Ο Όμηρος γνώστης της τέχνης της αφηγήσεως, και θέλοντας να αυξήσει το ενδιαφέρον των ακροατών θεών έκανε μια μεγάλη παύση. Οι θεοί ένιωσαν κάρβουνα να ανάβουν στις πατούσες τους και ο πονηρός  Όμηρος περίμενε να φουντώσει η φλόγα. Τότε πετάχτηκε από τον θρόνο του ο Δίας και μίλησε. «Γιατί σιωπάς Όμηρε τώρα που το δράμα είναι στην κορύφωσή του; Μίλα το λοιπόν και πες μας τι συνέβει; Είναι κακό να παίζεις με την αγωνία των θεών».  Χάρηκε ο ποιητής, είχε καιρό να βρεθεί μπροστά σε κοινό για να διηγηθεί μια ιστορία. Σκέφτηκε, «καλά τα πάω, κρατώ ακόμη δυνατά την τέχνη». «Συμπαθάτε με θεοί,» τους είπε, « συνεχίζω ευθύς αμέσως την Διήγηση μου. Όπως είπα, όλοι είχαμε συμφωνήσει στο πρόσωπο του ήρωα και τότε σηκώθηκε ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης και έβγαλε έναν λόγο. 


– Έλληνες, είπε,  έζησα την ζωή μου με ένα όνειρο, να ελευθερώσουμε την πατρίδα. Τίποτα δεν στάθηκε εμπόδιο στο δρόμο μου, μήτε η πείνα, μήτε οι κακουχίες.  Είδα φίλους αγαπημένους, συντρόφους στη μάχη, να δίνουν την ζωή τους για την ελευθερία. Έδωκα  ακόμη και τον γιο μου τροφή στο χάροντα, για την πατρίδα. Μόνο ο θεός ξέρει πόσο πόνεσα. Μα ποτέ, ούτε μία στιγμή δεν αμφέβαλα για το δίκιο του αγώνα μας. Πότε, ούτε μια στιγμή δεν θεώρησα καμία θυσία μεγάλη. Πίστεψα βαθιά μέσα μου πως ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την Ελευθερία της Ελλάδος και άφηκε εμάς να εκτελέσουμε το συμβόλαιο.   Όμως Έλληνες, σαν εμένα, μιλιούνια άλλοι.  Σωστό δεν βρίσκω γω να καρπωθώ μια δόξα που την χτίσαμε όλοι μαζί. – 


 Αυτά είπε ο γέρος του Μοριά και βουβάθηκε ο Άδης. Σιωπή απλώθηκε παντού και αν δεν ήμασταν πνεύματα κι αν είχαμε σάρκα, θα χε κοπεί κι η ανάσα μας. Δεν μέτρησα το χρόνο που κανείς μας δεν μιλούσε, μπορεί να ’ταν μια στιγμή μα την αισθάνθηκα  αιωνιότητα. Και ξάφνου σείστηκε το σύμπαν, μια φωνή οργισμένη, βαριά και δυνατή σαν χίλιες καμπάνες ακούστηκε. Την αναγνωρίσαμε αμέσως, ήταν του Γιώργη Καραϊσκάκη. 


-Γαμώ το φελέκι μου γαμώ. Γαμώ την πίστη μου σου λέω. Τι ναι αυτά που  ακούσαμε ξεστομίζεις   Θοδωρή. Όσο ζούσες και ένιωθες πόνο, δεν λογάριασες  τίποτα πιο πάνω από την πατρίδα και τώρα που ’σαι πνεύμα κάνεις πίσω; Για τους Έλληνες μιλάμε μωρέ κι όχι για σένα.  Συ δεν είσαι εσύ, συ ’σαι εγώ ο Γιώργης Καραϊσκάκης, ο Μάρκος Μπότσαρης, η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογέννους, τα σπασμένα κόκκαλα του Κατσαντώνη, τα επτά σπαθιά του Νικηταρά. Συ δεν είσαι ’συ,  συ ’σαι ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, συ ’σαι το Μεσολόγγι  και το Σούλι, ο πόνος στο κορμί του Θανασάκη Διάκου,  ο άγνωστος Έλληνας που στήνει καραούλι και η κάθε πέτρα που χτίζει ένα ταμπούρι. Για αυτό κόψε τις μπούρδες και μη με σπάζεις , γίνε ο Άντρας που πάντα ήσουν για τους Έλληνες.


Άκουσε ο Κολοκοτρώνης, δάκρυσε η ψυχή του και μίλησε με μετάνοια.


-Συγχώρα με αδελφέ μου Γιώργη, συγχωρήστε με και σεις αδέλφια μου έλληνες .Ναι, εγώ δεν είμαι εγώ, είμαι  εσείς κι όλοι οι ζωντανοί κι οι αγέννητοι του Έθνους. Ας είναι το λοιπών να γίνει όπως τα είπαμε, για το καλό των Ελλήνων.-

Τότε λυτρωμένοι από την αγωνία της απόφασης, είπαμε στον Φειδιππίδη τον ήρωα του Μαραθώνα, να σύρει και να  στείλει το μήνυμα μας στον Ερμή πως δηλαδή η απόφαση βγήκε και το δώρο διαλέχτηκε.


Εγώ περιμένοντας τον Ερμή να ρθει, πήρα παράμερα τον Θοδωρή με μια ντουζίνα απ΄ τα παλληκάρια  του να μου διηγηθούν περισσότερα για την εποχή τους. Άκουγα το λοιπών με προσοχή και μέσα μου συνέθετα την πλοκή τους στοίχους τη ρίμα και το μέτρο. Αλήθεια σας λέγω θεοί τέτοια ευδαιμονία δεν είχα νιώσει ποτέ μου, μήτε ζωντανός ούτε πεθαμένος. Είχε βγάλει φτερά η ψυχή μου και ένιωθα σαν έφηβος ερωτοχτυπημένος. Τα όσα μου μίλησαν δεν θα σας τα ιστορίσω, τούτο θα το κάμω μέσα απ το έργο μου. Μόνο για επίλογο των όσων σας διηγήθηκα, θα σας μιλήσω για μια απρόσμενη επίσκεψη που μας έγινε και τούτο το κάνω για να δηλώσω με τον καλύτερο τρόπο την αξία της επιλογής μας. Καθώς στεκόμασταν  παράμερα και τους άκουγα  να μου διηγούνται ιστορίες, είδα μια γνώριμη  ψυχή να ρχετε προς το μέρος μας.  Καλώς όρισες Σωκράτη της είπα , για να σαι δω φίλε μου κάποιο λόγο σημαντικό θα έχεις , εσένα σε ξέρω καλά τα ελάσσονα δεν τα ποθείς.


 –Άγιε Πατέρα Όμηρε, είπε, να σε ρωτήσω, ένας άνθρωπος δίκαιος ποθεί το άδικο;

-Μα όχι βέβαια, ποτέ. του απάντησα.

-Και αν δεν είναι στο χέρι του, ξαναρώτησε και πρέπει η να αδικήσει ή να αδικηθεί ποιο θα είναι για αυτών το λιγότερο κακό; 

-Μα βέβαια το να αδικηθεί, του είπα.

Τότε γύρισε προς τον Θοδωρή και τον ρώτησε


 – Θυμάσαι γέρο όταν σε δικάσανε και σε καταδικάσανε σε θάνατο που γύρισε ένα παλληκάρι και σου είπε, άδικα σε φάγανε Στρατηγέ μου;

-Πως δεν θυμάμαι; Είπε ο  Θοδωρής

-Και τι του απάντησες εσύ; Τον ξαναρώτησε 

- Πως είναι καλύτερα να πεθάνω άδικα, παρά δίκαια, απάντησε.

Γύρισε τότε ο Σωκράτης προς εμένα και μου είπε.

-Να θυμάσαι Άγιε πατέρα πως αυτός ο άνθρωπος περισσότερο από μεγάλος στρατηγός από γενναίος πολεμιστής, από οξύνοος και πατριώτης υπήρξε Δίκαιος. Η δικαιοσύνη δεν ήταν για αυτόν φιλοσόφημα συμποσιαζόμενων ανδρών αλλά πράξη ζωής ακόμη και  μπροστά στον θάνατο.

Αυτά είπε ο Σωκράτης και έφυγε. Και γω τώρα με την άδεια σας θεοί, να ετοιμαστώ για τους πόνους της γέννας και να κατέβω στην γη να πράξω το χρέος μου»



Μεγάλη ικανοποίηση ένιωσαν οι θεοί. Από του Δία το μέτωπο η ρωγμή εξαφανίστηκε, μαζί της έφυγε και ο πόνος.  Σηκώθηκε από τον θρόνο του και μίλησε. «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης του Όμηρου. Πολύ μου αρέσει. Σε στέλνω Όμηρε στην Γη  και για βοήθεια όσο ζήσεις σου στέλνω να χεις προστάτιδα την αγαπημένη μου κόρη, την Αθηνά. Άντε φύγε τώρα και σώσε τους  Έλληνες».

Η θεά πλησίασε την ψυχή του Ομήρου και την αγκάλιασε, και ευθύς κείνος απόκτησε σάρκα και οστά και επέστρεψε να ζήσει άλλη μια φορά, για τους Έλληνες.


Στέλιος Γιαννίκος

Φλεβάρης 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΝΕΚΡΟΣ

  Φάντασμα με επιδερμίδα - Στέλιος Γιαννίκος . Τα κύτταρα μου έχουν συνασπισθεί σε μια ενιαία ομάδα και φωνασκούν: ζήσε, ζήσε, ζήσε... Μα ε...