Στέλιος Γιαννίκος
Ο κόσμος που είναι θλιβερός ∙
ένα μολυσμένο ποτάμι,
ένα άγαλμα χωρίς κεφάλι,
ένα εγώ χωρίς πληθυντικό.
Ο κόσμος που είναι θλιβερός ∙
μάτια που δεν δακρύζουν,
χείλι που έπαψαν να μιλάνε,
μια καρέκλα που δε λέει να μείνει άδεια.
Ο κόσμος που είναι θλιβερός ∙
άπειρες οι δικαιολογίες,
δικές μας οι αμαρτίες,
ανεκλάλητες οι δυστυχίες.