Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Ο Ελέφαντας και ο Βάτραχος ή γιατί το 1% δυναστεύει το 99%

Στέλιος Γιαννίκος

(ένας μύθος που απευθύνετε σε σκεπτόμενους πολίτες κι εκκολαπτόμενους επαναστάτες)



Μία φορά και έναν καιρό στην πυκνή Ζούγκλα της Ουτοπίας ζούσε ο Ελέφαντας.  Το μέγεθός του κι η δύναμη του τον προστάτευαν από όλα τα σαρκοφάγα ζώα πλην ενός είδους, που τον κυνηγούσε για τους πολύτιμους χαυλιόδοντες του.
Η ζωή του κυλούσε όμορφα και ήρεμα. Το πρωί δροσιζόταν στις  όχθες των λιμνών, συνέχιζε την μέρα αναζητώντας  τροφή  και τα απογεύματα έκανε παρέα με άλλους ελέφαντες, συζητώντας και κάνοντας μεγάλους περιπάτους .
Μία μέρα καθώς έπινε το δροσερό νεράκι του ποταμού, ένας Βάτραχος πήδηξε στην προβοσκίδα του και πριν καταλάβει τι συμβαίνει, με δύο τρία μεγάλα σάλτα βρέθηκε στο κεφάλι του.
_Τι κάνεις στο κεφάλι μου Βάτραχε;. 
_Τι να κάνω, δεν βλέπεις;  Είμαι εδώ για να σε προστατέψω.
_Να με προστατέψεις από τι;
_Μα από τους εχθρούς σου που σε κυνηγάνε για τους κατάλευκους χαυλιόδοντες σου.
_Και, πως εσύ ένα τόσο μικρό βατραχάκι μπορείς να με προστατέψεις;
_Μα να είναι απλό, εσύ έχεις δύο μάτια και γω αλλά δυο και εκτός αυτού πάνω από το κεφάλι σου μπορώ να κοιτάζω μακρύτερα και καλύτερα από εσένα. Οπότε αν  εμφανιστούν οι εχθροί σου θα τους δω και θα σε ειδοποιήσω να φύγεις γρήγορα πριν εκείνοι σε αντιληφτούν.
Ο Ελέφαντας σκέφτηκε για λίγο και καταστάλαξε ότι τελικά δεν ήταν και κακή ιδέα. Τώρα θα μπορούσε να κυκλοφορεί με μεγαλύτερη ασφάλεια.
Και έτσι πέρασαν ευχάριστα οι πρώτες μέρες, όμως σιγά σιγά ανακάλυψε ότι οι εχθροί του άρχισαν να γίνονται όλο και περισσότεροι. Ενώ πριν  ερχότανε σπάνια σε κίνδυνο τώρα όλο και πιο συχνά τους συναντούσε. Βέβαια, ο ίδιος δεν τους είχε δει ποτέ αλλά ο Βάτραχος από εκεί ψηλά που βρισκότανε τον προειδοποιούσε από πολύ νωρίς. Λίγο λίγο η ήρεμη και όμορφη ζωή του γινότανε όλο και πιο αγχωτική. Δεν μπορούσε πια να σταθεί πουθενά χωρίς να κινδυνέψει.
Πέρασε  κάποιος καιρός και τότε ο Βάτραχος του έκανε μια πρόταση.
_Έκατσα και σκεφτικά πολύ για το καλό σου. Μέχρι τώρα  σε προστάτεψα από τα λάθη που κάνεις. Παίρνεις μία απόφαση να πας εδώ και πέφτεις πάνω στους εχθρούς σου. Αλλάζεις  και λες θα πας αλλού και πάλι τα ίδια.  Είσαι μεγάλος και αγαθός φίλε μου και δεν ξέρεις το σωστό.   Άκου το λοιπόν και μένα τον σοφό Βάτραχο και δεν θα χάσεις. Από εδώ και πέρα θα ακολουθείς τις οδηγίες μου, εγώ θα είμαι ο οδηγός σου και θα κάνεις ότι σου λέω, θα με υπακούς χωρίς αντίρρηση.
 Ο Ελέφαντας με τα κόκκινα μάτια από την αϋπνία (δεν μπορούσε πια να κοιμηθεί ήρεμα το βράδυ από τον φόβο) έκατσε και σκέφτηκε.  «Νομίζω καλύτερα θα είναι έτσι, ο Βάτραχος θέλει το καλό μου. Κουράστηκα να φοβάμαι.  Να του δώσω την αρχηγία και θα ζήσω και πάλη ήσυχα όπως παλιά».
_Σύμφωνοι Βάτραχε, είπε ο Ελέφαντας.
_Από δω και πέρα ελέφαντα Θα σου λέω εγώ που θα πηγαίνουμε, θα κάνεις τις βουτιές σου στην λίμνη, θα τρως και θα κοιμάσαι όταν και όσο σου λέω εγώ.  Εγώ είμαι ο νόμος και συ θα υπακούς για το καλό σου.
Πράγματι ως δια μαγείας έπαψε να συναντά τακτικά τους εχθρούς του. Τώρα πια τα πράγματα γίνανε όπως παλιά,  ηρεμία επικράτησε και ο γίγαντας ελέφαντας έμαθε να υπακούει στις εντολές του Βατράχου και στους νόμους του.  Τώρα μπορεί να μην έκανε ότι ήθελε, δεν απολάμβανε τα μπάνια του στην λίμνη τακτικά, έπρεπε να τρώει βιαστικά για να έχει χρόνο να βρίσκει θάμνους γιομάτα έντομα, για να χορταίνει την κοιλία του Βατράχου που είχε πρηστεί από το πολύ φαγητό και τα απογεύματα δεν μπορούσε να συναντά τους παλιούς του φίλους γιατί ο Βάτραχος έπρεπε να ξεκουραστεί και τον ενοχλούσαν οι φωνές τους.  Ένιωθε όμως ασφαλής και τα βράδια μπορούσε να κοιμάται.

Οι πρώτοι μήνες περάσανε ήρεμα. Ότι διάταζε ο βάτραχος γινότανε. Με το πέρασμα του καιρού όμως μια βαθιά θλίψη σκέπασε την ψυχή του.  Κάθε μέρα που περνούσε όλο και περισσότερο του έλειπαν αυτά που έχασε και εκτός αυτού, ο Βάτραχος όσο και ελαφρύς να ήταν καθώς στεκόταν πάντοτε στο ίδιο σημείο της κεφαλής του, άρχισε να αισθάνεται  μια ενόχληση η οποία σιγά σιγά μετατράπηκε σε έναν δυνατό πονοκέφαλο.
Τότε ο Ελέφαντας πήρε μία μεγάλη απόφαση.
_Βάτραχε ,είπε, ως εδώ η συνεργασία μας. Καιρός να πάρει ο καθένας του τον δρόμο του.  Μου λείπει η ζωή που είχα και την θέλω πίσω.
Το χοντρό βατράχι που από το πολύ βάρος και την ακινησία δυσκολευόταν ακόμα και να κουνήσει τα πόδια του, του απάντησε:
_Είσαι με τα καλά σου; Θες να με βγάλεις από το σπίτι μου; Δεν το κουνάω. Είναι δικαίωμα μου να βρίσκομαι εδώ.
Όσο και να του ζητούσε να κατέβει από το κεφάλι του, ο Βάτραχος ήταν ανένδοτος και τότε εκείνος του είπε.
_Θα σε πάω στο δικαστήριο της ζούγκλας, εκεί τα άλλα ζώα θα καταλάβουν το δίκιο μου και θα μου δώσουν ξανά την ελευθερία μου.

Το δικαστήριο είχε πρόεδρο τον Λιοντάρι, εισαγγελέα τον Τίγρη και γραμματέα τον Πάνθηρα. Ήταν και οι τρείς τους αξιοσέβαστοι και οι ανώτεροι αρχηγοί στην τροφική αλυσίδα.
_Τι συμβαίνει Ελέφαντα, ρώτησε ο  Λιοντάρης.
_Κύριε πρόεδρε είπε ο Ελέφαντας, ο Bάτραχος έχει σταθεί στο κεφάλι μου και αρνείται να κατέβει. Στέκει πάντοτε στο ίδιο σημείο και ένας τεράστιος πονοκέφαλος με έχει καταβάλει. Παρακαλώ το σεβαστό δικαστήριο όπως μου αναγνωρίσει το δικαίωμα να ζω χωρίς αυτόν και να τον διατάξει να απομακρυνθεί από πάνω μου.
_Αυτό που ακούω είναι πολύ σοβαρό, εσύ τι έχεις να πεις για όλα αυτά Βάτραχε;
_Αξιοσέβαστε κύριε πρόεδρε, εγώ θυσίασα την όμορφη ζωή μου στις λίμνες με τα νούφαρα και τα παχιά έντομα για να προστατέψω αυτόν το αγαθό γίγαντα και εκείνος ο αχάριστος θέλει τώρα να με διώξει.  Θαρρώ τόσο καιρό που τον υπηρετώ έχω αποκτήσει το δικαίωμα να βρίσκομαι πάνω του.  Εγώ που απαρνήθηκα τα πάντα το μόνο που του ζητώ είναι να υπακούει στις εντολές μου. Αλώστε με την δική του συγκατάθεση και με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες ανέλαβα αυτό το επίπονο έργο.

Ο Λιοντάρης, ο Τιγρης και ο Πάνθηρας, αποσύρθηκαν  λίγο προκειμένου να διαβουλευτούν. Η απόφαση ήταν δύσκολη.  Η ιδέα ότι ένα τόσο μικρό και αδύναμο πλάσμα μπορούσε να εξουσιάζει ένα τόσο δυνατό τους γέμιζε αποστροφή.  Στην πραγματικότητα αντιπαθούσαν τόσο πολύ το Βάτραχο που θα προτιμούσαν να τον δουν κάτω από τα πόδια του ελέφαντα νεκρό.  Υπήρχε όμως ένα μεγάλο πρόβλημα.  Στην ζούγκλα είχε μαθευτεί μήνες τώρα αυτή η διαστροφή και τα ζώα είχαν συνηθίσει να αποκαλούν τον Βάτραχο αφέντη του Ελέφαντα. Τι θα συνέβαινε αν τον καθαιρούσαν από την θέση του.  Μήπως θα δημιουργούσαν προηγούμενο που θα μπορούσε να βλάψει την δική τους ιεραρχία.  Ο Ιπποπόταμος και οι Ρινόκερος είναι πολύ δυνατά ζώα που αν και χορτοφάγα θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την εξουσία.  Τι θα συνέβαινε αν ο επικίνδυνος αντίζηλος τους ο Κροκόδειλος ξεσήκωνε τα ζώα για να γίνει αυτός ο άρχοντας της ζούγκλας.  Όχι αυτό δεν θα μπορούσαν να το δεχτούν και μόνο με την ιδέα αυτά τα σκληρά αρπακτικά τρομάξανε.
Έτσι, σκεφτήκανε και αποφασίσανε.
_Ελέφαντα, είπε ο Λιοντάρης, Ο Βάτραχος πολύ καλά σε υπηρέτησε τόσο καιρό και για το καλό σου πρέπει να συνεχίσει να σε προστατεύει από τους κυνηγούς των ελεφαντόδοντων . Σύ Βάτραχε αναγνωρίζουμε την θυσία σου και σε επαινούμε για αυτό. Θα πρέπει όμως κάθε τόσο να αλλάζεις θέση στο κεφάλι του ελέφαντα, έτσι ώστε να απαλλαγεί από τους πονοκεφάλους. Αυτά αποφάσισε το δικαστήριο και τώρα διαλυθείτε υσύχως.


Τα ζώα που παρακολουθούσαν την δίκη άρχισαν να φεύγουν. Μόνο το  φίδι  που συρνότανε στο χώμα κοντοστάθηκε για λίγο, σήκωσε το κεφάλι του  ψηλά και έριξε μία τελευταία ματιά στον Βάτραχο.  Άφησε έναν βαρύ αναστεναγμό καθώς σκέφτηκε «Τι ωραίο γεύμα, τι κρίμα να φτιάξει τον θρόνο του τόσο ψηλά, να μην μπορώ να τον φτάσω».

Ο ΝΕΚΡΟΣ

  Φάντασμα με επιδερμίδα - Στέλιος Γιαννίκος . Τα κύτταρα μου έχουν συνασπισθεί σε μια ενιαία ομάδα και φωνασκούν: ζήσε, ζήσε, ζήσε... Μα ε...