Σάββατο 24 Μαΐου 2014

ΤΟ ΟΡΑΜΑ (ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΙΑΝΝΙΚΟΣ)


 
                                                                      Ποια πολιτεία,

                                                                      σε ποια ζωή,

                                                                      θα έκανε το όνειρο αλήθεια

                                                                      και την αλήθεια όνειρο;


Είμαι μόνος, στάσιμος, επάνω σε ένα λόφο

κι είναι αυτός ο Γολγοθάς μου.

Ή κουβαλώ τον σταυρό ή με σταυρώσανε.

Ακόμη τα πάντα γύρω μου είναι θολά

και δυσκολεύομαι να αντιληφθώ με ακρίβεια την κατάσταση μου.

Πρέπει να είμαι σταυρωμένος, σκέφτομαι.

Τα χέρια μου με πονούν, το ίδιο και τα πόδια, λες και καρφιά τα διαπερνούνε.

Και, το στήθος μου το αισθάνομαι βαρύ, νιώθω πως πνίγομαι.

Ω ναι, πρέπει να είμαι σταυρωμένος.

Αλώστε από εδώ πάνω έχω μια μεγαλειώδη θεά, μπορώ και αγναντεύω ολάκερο τον κόσμο.



Για μια στιγμή γίνομαι αέρας, ένας λεπτός διακριτικός και ανεπαίσθητα αντιληπτός παρατηρητής.

Εισχωρώ μέσα στην πολιτεία ,στους δόμους, τις αγορές και τις πλατειές,

μέσα στα σπίτια, τις αυλές και τα δωμάτια.

Διεισδύω  στις ψυχές των ανθρώπων ∙

εντός τους η  ομορφιά, εντός τους κι η ασχήμια.

Συναντώ αλλού χαρά, αλλού λύπη ∙

πονώ τον πόνο των ανθρώπων.



Αφήνω ένα δάκρυ να κυλήσει από τα μάτια μου,

καθώς τώρα στοχάζομαι το όραμα

που σαν εκτυφλωτικό φως ξεδιπλώνετε μπροστά μου:

Είναι ο κόσμος λέει γιομάτους γολγοθάδες

και κάθε άνθρωπος ζει ολάκερη την ζωή του

πάνω σε έναν από αυτούς.

Ο καθείς  αναλαμβάνει ένα ρόλο,

άλλος φτιάχνει τον σταυρό άλλος τον φορτώνεται ,

άλλος σφυροκοπά στα καρφιά και άλλου το κορμί καρφώνεται,

άλλος πονάει στη θέα αυτή και άλλος χαίρεται,

άλλος το θύμα και άλλος ο θύτης.



Κοιτάζω πάνω στο σταυρό και βλέπω τον Προμηθέα

τιμωρημένο από τους θεούς



Ποιο πέρα σε έναν άλλο ο Χριστός

τιμωρημένος από τους ανθρώπους.



Μα να, σε τούτο το σταυρό που μοιάζει με ποτήρι, ο Σωκράτης

και πάνω στον άλλο, καβάλα στον πυρετό της ύπαρξης, ο Νίτσε.



Σταυρός σκοτεινός η φυλακή του Κολοκοτρώνη

και του Μπετόβεν το δαιμόνιο μέσα απ΄ τη σιωπή.



Και οι άλλοι, οι λεγόμενοι απροσάρμοστοι, οι μελαγχολικοί,

σαν τους Γιαννόπουλους,  τους  Καρυωτάκηδες,

που συναντούν τον Χάροντα, καβαλάρη πάνω στην σφαίρα.

Στον σταυρό ζήσανε κι εκείνοι.



Ακόμη και αυτοί, που στην ουτοπία τους καθώς λέγετε  δοσμένοι,

σαν τους Τσε, ερωτοτροπούν με τον θάνατο για το δίκαιο του κόσμου.

Σταυρώθηκαν κι αυτοί



Σταυρώσανε αυτούς,

σταυρώσανε και άλλους.

Ποιος ήθελε το φως του και δεν το βρήκε

στον σταυρό απάνω;



Τώρα το στήθος μου  βαραίνει πολλή.

Νιώθω πως δεν μου μένει άλλη ανάσα.

Τετέλεστε κελεύω με τον νου μου.

(Να φύγω, να λυτρωθώ από τον πόνο.)

Να όμως που είμαι ακόμα εδώ.



Ένα όρνιο πετά πάνω από το κεφάλι μου.

Νιώθω το ήπαρ μου να πρήζεται, να πονά.

Το αίμα από τις φλέβες βρίσκει διέξοδο στις πληγές μου.

Φόβος με ζυγώνει σαν σκέφτομαι το γαμψό του ράμφος

να τρυπά την σάρκα μου.

Τετέλεστε ,επαναλαμβάνω.

Μα είμαι ακόμα εδώ.

Τετέλεστε, τετέλεστε, τετέλεστε…



Ακούγετε ένα απαλό φτερούγισμα,

και να σου ένα αηδόνι έρχεται και κάθεται στον ώμο μου,

στέκεται εκεί δίπλα στο αυτί μου και τραγουδάει:



 «Εμένα η φύση μ’ έδωκε λαλιά να τραγουδάω

και όχι ματιά σαν και σε, μόνο για να πονάω.

Εμένα η φύση μ’ έδωκε την χαρά της λήθης

Και όχι νου σαν και σε, θάνατο για να νογάω»



«Καλό μου αηδόνι, τα’ απαντώ με ξέπνοη φωνή,

δεν αντέχω άλλο.

Να πετάξω ζητώ πέρα από τη ζωή.

Να λυτρωθώ από τον πόνο που μου καίει τα μάτια.

Τούτος ο κόσμος με πλήγωσε καλά,

κουράστηκα να ζω.

Κουράστηκα να αγωνίζομαι στο λόφο τούτο απάνω.

Δεν αντέχω άλλο πόνο.

Καλύτερα στο τίποτα και στ’ άπειρο χάος.»



Τα αηδόνι και αν  άκουσε, δεν κατάλαβε.

Άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά.

Πήγε σε άλλα μέρη να τραγουδήσει το γλυκό του τραγούδι.

Και έμεινα μόνος,

με το όρνιο να κάνει σβούρες  πάνω από το κεφάλι μου,

με την αναμονή της λύτρωσης που όλο λέει και δεν έρχεται.

Απελπισία μαύρη, κατάντια ανθρώπου.



Και να σου, εκεί, στο ποιο σκοτεινό σημείο του πόνου,

επάνω στο τραπέζι του Προκρούστη,

με σπασμένα τα κόκαλα και τσακισμένη σάρκα,

αναδύεται μέσα από τους αφρούς του τραγικού

ο νους,

(το ποιο έμορφο από όλα της φύσης τα καμωμένα)

κρατά στα χέρια του ασπίδα και δόρυ,

την λογική και την ιδέα.

Πολεμιστής είναι, τον ανεγνώρισα,

σύντροφος μου σε όλα τα ταξίδια.



Μου μιλά:

«Τι κάθεσαι και κλαίγεις και λες μοίρα κακή πως έχεις;

Σ’ εσένα δόθηκε το πιο μεγάλο από όλα τα χαρίσματα ∙

συ είσαι το τραγικό ον ∙

από όλα τα ζωντανά και αζώντανα, εσύ με νοείς ∙

το πεπρωμένο σου γνωριζεις

για αυτό μπορείς να κάνεις την ζωή σου μελέτη θανάτου.

Τι είναι η λαλιά του αηδονιού μπρος το δικό σου λόγο;

Μα και την ομορφιά του εσύ δεν είσαι που εκτιμάς περισσότερο;

Κείνο είναι άμοιρο, τι είναι  μοίρα δεν γνωρίζει,

ούτε πως είναι αηδόνι, ούτε πως γεννήθηκε ,ούτε πως πεθαίνει…

Άκου ακόμη τούτο:



Όποιος την αλήθεια δεν αναζήτησε το φως δεν έλαβε.

Και όποιος το φως δεν έλαβε  για τον θάνατο δεν έμαθε

Και όποιος για τον θάνατο δεν έμαθε τον πόνο δεν γνώρισε

Και όποιος τον πόνο δεν γνώρισε έργο δεν έπραξε

Και η ζωή του, ως ποτέ να μην υπήρξε.»



«Ω νου της ψυχής μου…» τ’ απαντώ

«Ω μεγάλε εξερευνητή της αλήθειας…

Ω συ ταξιδευτή της σκέψης…

Μπροστάρη και οδηγέ των μεγαλυτέρων αναζητήσεων μου.

Σε ακούω και ο λόγος σου χείμαρρος με παρασύρει ,

μα σαν χυθώ στην απέραντη θάλασσα του πόνου

φοβάμαι πως δεν θα το αντέξω.»  



Σαν μ’ άκουσε ο νους,

αποκρίθηκε:

«Τον πόνο θα τον αντέξεις,

Και όταν στα πέρατα της αντοχής σου φτάσεις.

Τότε θα σου σταλάξω περίσσια δύναμη

Και άλλο πόνο να αντέξεις.»


(ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ,ΒΙΒΛΙΟ ΙΙ, ΠΟΙΗΣΗ,ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΙΑΝΝΙΚΟΣ)


Ο ΝΕΚΡΟΣ

  Φάντασμα με επιδερμίδα - Στέλιος Γιαννίκος . Τα κύτταρα μου έχουν συνασπισθεί σε μια ενιαία ομάδα και φωνασκούν: ζήσε, ζήσε, ζήσε... Μα ε...