Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Ο Αλβέρτος, ο Τσιλέρ και το ρολόι


Στέλιος Γιαννίκος


Ήταν ένα ηλιόλουστο Κυριακάτικο πρωινό. Το φως, ένας ποταμός ενέργειας, πλημύρισε το μικρό δωμάτιο και το ζέστανε από άκρη σε άκρη. Ο Αλβέρτος ένιωσε την θερμότητα του ‘Ήλιου να αγκαλιάζει ολόκληρο το σώμα του σαν ένα ευχάριστο θεϊκό χάδι.  Άνοιξε τα μάτια του, τέντωσε το κορμί του κι ένα βαθύ χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του.  Έριξε μια ματιά δίπλα του και παρατήρησε το άδειο μαξιλάρι που τον ενημέρωνε για την απουσία της συντρόφου του.  «Ωραία», σκέφτηκε, «έχω λίγο χρόνο δικό μου πριν επιστρέψει  από τις πρωινή της βόλτα. Θα απολαύσω τη θέα από το παράθυρο και θα βυθιστώ στις ευχάριστες σκέψεις μου».  Άπλωσε το χέρι του στο μικρό κομοδίνο και έπιασε το ρολόι. Η ώρα έδειχνε οκτώ και δύο λεπτά.

Είχε έρθει στην πόλη την προηγουμένη μέρα, μετά από εντολή του εργοδότη του.  Έπρεπε να διεκπεραιώσει κάποιες υποθέσεις που αφορούσαν μια ευρεσιτεχνία κάποιου κυρίου Σλόβικ. Όμως ήτανε αδύνατο να επιστρέψει αυθημερόν και έτσι έμεινε στο ξενοδοχείο με σκοπό να πάρει το απογευματινό τραίνο της Κυριακής. «Τι θα έλεγες καλή μου να έρθεις και συ μαζί μου.  Είναι μία ευκαιρία να ξεφύγουμε λιγάκι από την ρουτίνα» είπε στην γυναίκα του και εκείνη δέχτηκε αμέσως αφήνοντας να διαγραφεί στο πρόσωπο της ένα πλατύ χαμόγελο. Το Σάββατο εργάστηκε ως αργά το βράδυ και την άφησε μόνη της να γυρίσει και να γνωρίσει τα αξιοθέατα της πόλης. Όταν επέστρεψε στο ξενοδοχείο, της είπε: «νιώθω πολύ κουρασμένος. Μη με ξυπνήσεις νωρίς το πρωί κάνε την βόλτα σου και έλα κατά τις έντεκα να συνεχίσουμε μαζί. Θα έχουμε πολύ χρόνο στην διάθεσή μας. Το τραίνο της επιστροφής φεύγει στις έξι και δέκα το απόγευμα».

 Τώρα το ρολόι έδειχνε οκτώ και τριάντα τρία λεπτά. «Πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος» σιγομουρμούρισε και με αργές κινήσεις σηκώθηκε από το κρεβάτι, τράβηξε μία καρέκλα στο παράθυρο και έκατσε να απολαύσει την θέα. Το δωμάτιο βρισκότανε στον τέταρτο όροφο και έτσι μπορούσε να έχει μία γεμάτη εικόνα από την γύρω περιοχή. Μπροστά στο ξενοδοχείο υπήρχε μια μεγάλη πλατεία και ακριβώς απέναντι βρισκότανε ένα πολυώροφο κτήριο που στην κορυφή του δέσποζε ένα τεράστιο ρολόι. «Τι όμορφο και παράξενο κτήριο, μοιάζει να φοράει για καπέλο το ρολόι» σκέφτηκε.

*******

Ο κύριος Τσιλέρ καταγότανε από πλούσια οικογένεια δικηγόρων. Ο πατέρας του όταν γεννήθηκε άνοιξε σαμπάνιες και κέρασε ακριβά πούρα τους συνεργάτες του στο γραφείο. «Σήμερα γεννήθηκε αυτός που θα αναλάβει τα ινία του γραφείου μου όταν γεράσω» είπε γιομάτος ευτυχία.  Ο μικρός Τσιλέρ όμως δεν έμελε να του κάνει την χάρη. Από μικρός είχε μία ιδιαίτερη αγάπη στις κατασκευές. Ήταν δεν ήταν επτά ετών όταν προς έκπληξη όλων έχτισε ένα δεντρόσπιτο στην αυλή του σπιτιού.  Και τι δεν έκανε ο πατέρας του για να τον πείσει να γίνει δικηγόρος, εκείνος όμως ανένδοτος. Το όνειρό του ήταν να χτίσει μεγαλοπρεπή κτήρια που θα μείνουν στην ιστορία για το κάλος και την μοναδικότητα τους. Τελικά ο πατέρας του αναγκάστηκε να ενδώσει κι έτσι ο Τσιλέρ έγινε αρχιτέκτονας.  

Όταν ανέλαβε να οικοδομήσει το κτήριο, που τώρα με δέος κοιτούσε ο Αλβέρτος, έβαλε εμπρός ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο. «Θέλω να χτίσω ένα ζωντανό κτήριο, ένα κτήριο που θα έχει κίνηση».  Έτσι σχεδίασε ένα κτήριο που απαρτιζόταν από τρία μέρη. Στα δύο άκρα θα υπήρχαν δύο παραλληλόγραμμες κατασκευές όπου θα βρίσκονταν τα δωμάτια. Το κεντρικό μέρος του κτηρίου θα είχε το σχήμα του κυλίνδρου.  Στο ισόγειο θα βρισκόταν το σαλόνι από όπου θα ξεκινούσαν οι  σκάλες κι οι ανελκυστήρες που θα έμοιαζαν ως σαν να αναρριχούνται στην κυλινδρική κατασκευή σε μία προσπάθεια να φτάσουν τον ουρανό. Στην κορυφή και στο κέντρο θα υπήρχε ένα μόνο στρογγυλό διαμέρισμα και γύρω από αυτό τεράστιές τζαμαρίες που θα άφηναν το φώς να εισχωρήσει μέσα. Εκείνο όμως που θα έκανε την κατασκευή μεγαλοπρεπώς μοναδική ήταν ότι θα χτιζότανε πάνω σε έναν μηχανισμό που θα περιστρεφόταν γύρω από τον άξονα του. Μία ακριβώς περιστροφή κάθε εικοσιτέσσερις ώρες. Το σαλόνι οι σκάλες οι ανελκυστήρες οι τζαμαρίες και το πάνω διαμέρισμα θα ήταν ένα τεράστιο ρολόι. Από την έξω μεριά και καθώς θα γύριζε το κτήριο οι περαστικοί θα μπορούσαν να δουν πάνω στην φωτισμένη μετώπη χαραγμένη την ακριβή ώρα.

 Ήταν πραγματικά ενθουσιασμένος. Για το τεχνικό μέρος της κατασκευής χρειάστηκαν 10 χρόνια εργασίας. Χρησιμοποίησε την βοήθεια μηχανικών, ωρολογοποιών, χημικών μετάλλων και άλλων πολλών κι όλα αυτά τα χρόνια τους πλήρωνε αδρά. Είχε πεθάνει κι ο πατέρας του και χρειάστηκε να σπαταλήσει την μίση περιουσία που του άφησε.  Τώρα όμως οι κόποι του θα ανταμείβονταν και το όνομά του θα έμενε με χρυσά γράμματα στην ιστορία. Σχεδίασε λοιπόν το κτήριο και πήγε να το παρουσιάσει στον  κύριο Σόιμπλε που τον είχε προσλάβει. « Τι λέτε κύριε Τσιλέρ, μήπως είσαστε μεθυσμένος;» του είπε εκείνος. «Εγώ είμαι επιχειρηματίας και μου ζητάτε να αυξήσω το κόστος για να κάνω τι;  Να έχω ένα κτήριο που κινείτε;  Σας παρακαλώ συνέλθετε και κάντε σωστά την εργασία για την οποία σας πληρώνω. Αν ήθελα κτήρια που κινούνται θα πήγαινα μία βόλτα στην ύπαιθρο και θα αγόραζα από τους τσιγγάνους καμία εικοσάρια τροχόσπιτα για να τα τοποθετήσω στο οικόπεδό και πιστέψτε με, θα μου κόστιζαν λιγότερο από μία απογευματινή συνάντηση φίλων στην λέσχη βιομηχάνων κι εφοπλιστών»  

Σαν τον άκουσε η ψυχή του σύρθηκε στο πάτωμα. Πήρε μία βαθιά ανάσα για να μην ξεψυχήσει και αποχώρησε. Σχεδίασε το κτήριο κατά το πώς του το ζήτησε η αυτού «εξοχότητα του». Με σκληρές διαπραγματεύσεις κατάφερε να τον πείσει να κατασκευάσει ένα μεγάλο ρολόι στην κορυφή του κτηρίου κι αυτό μόνο όταν δέχτηκε να μειώσει στο μισό την αμοιβή του.  Όταν το κτήριο αποπερατώθηκε στάθηκε για λίγο απέναντι του και το κοίταξε. Το ρόλοι κινούσε τους δείκτες του ρυθμικά κι ήταν μια παρηγοριά . Ναι, το ρολόι ήταν μέρος μία ενιαίας κατασκευής και η κίνηση του ήταν μία κίνηση του ίδιου του κτηρίου.  Ένα αμυδρό χαμόγελο άφησε να φανεί στο πρόσωπο του κι ήταν από τα λίγα που θα άφηνε ξανά στην σύντομη ζωή του. Δεν ξαναπάτησε ποτέ σε αυτήν την πόλη, δεν ξαναείδε ποτέ το κτήριο, αρνήθηκε κάθε πρόταση για δουλεία στην περιοχή.  Ένα μέρος της ψυχής του όμως έμεινε εκεί, να σέρνετε στο πάτωμα του κυρίου Σόιμπλε και δεν ξανασηκώθηκε ποτέ ξανά.

********

Αυτά δεν τα γνώριζε ο Αλβέρτος, ούτε ο κύριος Τσιλέρ έμαθε ποτέ ότι το ρολόι του θα ήταν η αιτία μεγάλων στοχασμών, που δεν θα κινούσαν το κτήριο αλλά ολάκερη την ανθρωπότητα.

«Άραγε τι είναι ο χρόνος;» αναρωτήθηκε ο Αλβέρτος.  «Να είναι κάτι πραγματικό ή μία ανθρώπινη επινόηση; Να είναι οι στιγμές που περνάνε ή η απόσταση που διανύουν οι δείκτες του ρολογιού; Και άραγε, είναι κάτι σταθερό ή μπορεί να μεταβάλετε;

Σκέπτομαι τις ώρες που είμαι στο γραφείο και δουλεύω, πραγματικά βαρετή δουλειά. Το μυαλό υπολειτουργεί, κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για να βγάλει εις πέρας την εργασία μου. Κοιτάζω το ρολόι και νομίζω ότι είναι χαλασμένο. Πόσο αργά περνά η ώρα. Αισθάνομαι τα δευτερόλεπτα λεπτά και τα λεπτά ώρες.
Ναι, όταν βαριέμαι, όταν τα γύρω μου είναι ανιαρά, αισθάνομαι ότι ζω πολύ περισσότερο από τον χρόνο του ρολογιού.

Θυμάμαι εκείνη την ημέρα που είχαμε πάει στον γάμο της ξαδέλφης της συζύγου μου και με βάλανε να κάτσω διπλά σε αυτόν το κύριο  που πραγματικά θα ήθελα να ξεχάσω. Όλη την ώρα μιλούσε για τον εαυτό του, μα συνεχώς έλεγε  τίποτα κι εγώ νόμιζα ότι ζούσα τα χίλια χρόνια στο καθαρτήριο του Δάντη.

Από την άλλη τι χαρά να βρίσκομαι με τα βιβλία μου, τα χαρτιά, τα μολύβια. Βυθισμένος στους θυελλώδεις ωκεανούς της επιστήμης. Το μυαλό μου τότε αναπτύσσει μια ασύλληπτη ταχύτητα. Άνεμοι φύσουν και τα πελώρια κύματα της σκέψης βολοδέρνουν τις ακροθαλασσιές του νου μου, σμιλεύοντας τις πέτρες, τα βράχια τις αμμουδιές, σαν να ψάχνουν μέσα σε αυτά την ουσία του κόσμου.  Τότε είναι που ρολόι κυλά σαν ένα μανιασμένο ποτάμι και χωρίς να το καταλάβω κι ενώ θαρρώ πως μόλις βούτηξα τα πόδια μου στο νερό, βρίσκομαι ήδη στο δέλτα του ποταμού χρόνου.  

Είναι κι εκείνες οι στιγμές, όταν κυριευμένος από την Αφροδίτη, ξαπλωμένος στα λευκά σεντόνια του έρωτα, ρίγη ηδονής κι ευτυχίας διαπερνούν το κορμί μου σαν ένας κεραυνός αισθήσεων, στη αγκαλιά της γυναίκας που ποθώ.  Τότε είναι που ο χρόνος πέρνα από μπροστά μου σαν μία αστραπή που φωτίζει σε μια στιγμή το σκοτάδι και μετά χάνετε.

Ναι αισθάνομαι τον χρόνο τόσο διαφορετικά.
 Τελικά ποιος είναι ο πραγματικός χρόνος; Ο χρόνος του ρολογιού, ο χρόνος που το μυαλού μου άδειο από επιθυμίες κυλά αργά ή εκείνος που γιομάτο ενέργεια τελειώνει όσο να δεις ένα πεφταστέρι;  Μήπως και τρείς χρόνοι είναι αληθινοί;  Μα αν είναι αληθινοί θα πρέπει να έχουν ιδιότητες που τους ορίζουν.

Από αυτούς του συλλογισμούς πρέπει να δω πια  στοιχεία μας δίνουν κάποια λογικά συμπεράσματα. Λέω λοιπόν, όταν οι σκέψεις μου κινούνται αργά και στερείτε ο οργανισμός μου ενέργειας,  ο χρόνος μεγαλώνει σε σχέση με το ρολόι. Όταν όμως τρέχει η σκέψη γοργά και πλημυρίζω από ενέργεια τότε ο χρόνος μικραίνει.

Στην πρώτη περίπτωση οι πληροφορίες που επεξεργάζομαι είναι λίγες, ενώ στην δεύτερη περίπτωση είναι πολλαπλάσιες και ταυτόχρονες. Σαν να λέμε ότι η αύξηση της ταχύτητας αυξάνει και την μάζα των στοιχείων που  μεταφέρουν τις πληροφορίες μέσα μου.

Άρα η αργή ταχύτητα με την μικρή ενέργεια και μάζα, δίνει έναν χρόνο  που είναι  μακρύτερος από όταν έχουμε μεγάλη ταχύτητα που έχει  μεγάλη ενέργεια και μάζα, όπερ σημαίνει ο χρόνος είναι ανάλογος με την σχέση που αναπτύσσει η ταχύτητα με την ενέργεια και την μάζα.

Μήπως τότε ο χρόνος δεν είναι αυτό που συμβαίνει από το παρελθών ως το μέλλον αλλά ένα διάνυσμα; Και αν είναι διάνυσμα τι είναι το παρελθών, το Παρών και το μέλλων; Ίσως τίποτα παραπάνω από σημεία πάνω σε αυτό, τα οποία τα αντιλαμβανόμαστε ανάλογα με την θέση μας.

Αν όμως ο χρόνος είναι διάνυσμα, αυτό θα σημαίνει ότι είναι μία διάσταση που τείνει στο άπειρο;  Άραγε θα μπορούσαμε να τον μετρήσουμε με μέτρα και χιλιόμετρα και να τον διαβούμε με μεγάλη ή μια μικρή ταχύτητα;  Κι αν ναι, τότε πως και δεν τον αντιλαμβανόμαστε ως διάσταση;  Μήπως είναι τελικά μία διάσταση πέρα από τις τρείς διαστάσεις που αναγνωρίζουμε;   Και… μήπως απλά οι αισθήσεις μας αδυνατούν να τον κατανοήσουν κι έτσι επινοούν μια μορφή του, που δεν είναι παρά μία σκιά του πραγματικού του εαυτού;  Αν είναι έτσι τότε θα πρέπει μέσω της φυσικής να αποδείξω αυτή την θεωρία… Χρειάζομαι επειγόντως χαρτί και μολύβι….»

Οι σκέψεις του Αλβέρτου διακόπηκαν από τον ήχο της πόρτας που άνοιξε. Με μία αργή κίνηση γύρισε το κεφάλι του να δει ποιος είχε μπει.
 «Συγνώμη αγάπη μου που άργησα, συνάντησα στο δρόμο μία παλιά μου συμμαθήτρια και σταθήκαμε λίγο να μιλήσουμε, να θυμηθούμε τα παλιά και να μάθουμε για τα τωρινά και ξεχάστηκα λιγάκι».
  «Μα τι λες» απάντησε εκείνος. «Δεν άργησες. Ούτε δέκα δεν έχει πάει ακόμα» «Αλβέρτο τι λες δώδεκα και τέταρτο είναι».
Εκείνος άνοιξε τα μάτια του καθώς ένιωσε μία αναπάντεχη έκπληξη.  Γύρισε το κεφάλι του ξανά προς το παράθυρο να το επιβεβαιώσει.
«Έχεις δίκιο» της είπε.
«Λοιπόν θα ετοιμαστείς να πάμε μία βόλτα».
«Αγάπη μου συγχώρα με, κάτι εκπληκτικό μου συνέβη και πρέπει τώρα αμέσως να κάτσω να μελετήσω ».
Εκείνη γιομάτη θυμό  του απάντησε «Όλο τα ιδία κάνεις, με έχεις βγάλει έξω από την ζωή σου. Μόνο για γραμματέα και βοηθό με χρησιμοποιείς Έχεις ξεχάσει πως είμαι σύζυγος και σε έχω ανάγκη.  Έτσι όπως το πάς να ξέρεις μία μέρα θα σε χωρίσω»
«Μη μου θυμώνεις, κάτσε ένα λεπτό να βρω μολύβι…. Πήγαινε εσύ μία βόλτα και έλα κατά τις πέντε να ετοιμαστούμε για το ταξίδι…. Σου υπόσχομαι ότι μεγάλα πράγματα θα γεννήσω απόψε…. Κάνε μου την χάρη… μόνο για σήμερα… και υπόσχομαι ότι θα σε αποζημιώσω την άλλη εβδομάδα… κι όταν πάρω το Νομπέλ να είσαι σίγουρη ότι όλα τα χρήματα του βραβείου θα είναι δικά σου να τα κάνεις ότι θέλεις»
«Πρόσεχε Αλβέρτο τι λες, τι κάνεις και τι υπόσχεσαι, έτσι όπως πάς όχι μόνο θα σε αφήσω αλλά θα  πάρω και τα λεφτά του βραβείου»
  Καλά, καλά, καλά, ότι θες…» απάντησε εκείνος και άρχισε να σημειώνει στα χαρτιά του»
Εκείνη έφυγε κλείνοντας δυνατά την πόρτα, κάτι που ο Αλβέρτος δεν άκουσε. Μέσα στην ροή των σκέψεων του είχε απομονώσει τα πάντα έξω από αυτών, ακόμα και τον χρόνο.

Salvador Dali - The Persistence of Memory (Σαλβαδόρ Νταλί - Η Επιμονή της Μνήμης)
                                        
Άλμπερτ Αϊνστάιν E=mc2





Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Maudie: Το χρώμα της ζωής (2016)

Στέλιος Γιαννίκος


Σπάνια πολύ σπάνια γυρίζονται ταινίες που ο ήχος, η εικόνα, τα λόγια δεν είναι παρά το αναγκαίο μέσο για να αναδείξουν την εσωτερικότητα της ψυχής ∙ το ανθρώπινο συναίσθημα που κρύβεται πίσω από τον ήχο την εικόνα και τα λόγια.

Το «Maudie» (στα ελληνικά, Maudie: Το χρώμα της ζωής), ταινία του 2016 σε σκηνοθεσία της Aisling Walsh (Έισλινγκ Γουόλς)   αποτελεί μία από αυτές τις σπάνιες καλλιτεχνικές εκφράσεις που διεισδύουν στην ανθρωπινή ψυχή και την παρουσιάζουν.

Το «Maudie» είναι ένα ιδιαίτερο καλλιτέχνημα όμοιο με τους πίνακες ζωγραφικής της Maud Lewis.  Η ταινία δεν είναι απλώς μία αυτοβιογραφία αλλά ένας κινούμενος πίνακάς που ακολουθεί την ψυχή, την σύνθεση των χρωμάτων και των συναισθημάτων.

Εξαιρετική η σκηνοθεσία, το σενάριο, η μουσική και το  μοντάζ.  Κορυφαία και αριστουργηματική η ερμηνεία της Sally Hawkins (Σάλι Χόκινς) και του Ethan Hawke (Ήθαν Χοκ).



Η Καλλιτέχνης Maud Lewis (1903-1970) έξω από το σπίτι της.
Everett Lewis (1893-1979) σύζυγος της Maud Lewis έξω από το σπίτι τους. 


Η Καλλιτέχνης Maud Lewis έξω από το σπίτι της.



Η Καλλιτέχνης Maud Lewis έξω από το σπίτι της με τον σύζυγό της Everett Lewis.





Η Καλλιτέχνης Maud Lewis μέσα το σπίτι της.

Η Καλλιτέχνης Maud Lewis μέσα το σπίτι της.






Το εσωτερικό του σπιτιού της Maud Lewis.






Το εσωτερικό του σπιτιού της Maud Lewis.





Ο ΝΕΚΡΟΣ

  Φάντασμα με επιδερμίδα - Στέλιος Γιαννίκος . Τα κύτταρα μου έχουν συνασπισθεί σε μια ενιαία ομάδα και φωνασκούν: ζήσε, ζήσε, ζήσε... Μα ε...