Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Η ΑΦΕΣΗ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΒΟΥΝΑ

ΑΦΕΣΗ ΑΜΑΡΤΙΩΝ                                                                                 ΕΡΗΜΑ ΒΟΥΝΑ
Αν μέσα στην θαλάμη του όπλου μου                                                  Έρημα βουνά
η σφαίρα τον θάνατο παραμονεύει                                                     Άστρα σκοτεινά
κι ομπρός μου δεν έχω βάρβαρο                                           Που ήσυχα η καρδιά σας κλαίει, 
που θέλει να μ΄ αφεντέψει,                                                            ήσυχα η καρδιά σας κλαίει
μονάχα αδελφό που με έχει εχθρέψει.

Την χάρη δεν της κάνω                                                                      Σας ακούω κρυφά
κι αν επιλογή άλλη δε μου μένει,                                                       Σας μετράω ξανά 
πάνω μου θα στρέψω το κακό                                                     Κι η φωτιά μου σιγοκαίει, 
και με το δικό μου αίμα                                                                  η φωτιά μου σιγοκαίει.
στην την αμαρτία άφεση θα δώσω.

Στέλιος Γιαννίκος                                                                                               Γιάννης Αγγέλακας
Έρημα βουνά : μουσική ποίηση Γιάννης Αγγέλας. 
Από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη " Ψυχή Βαθιά"

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

GIORDANO BRUNO

Στέλιος Γιαννίκος



Τι τραγωδία, να ζούμε την ίδια ζωή ξανά και ξανά. 
Στους ατελείωτους αιώνες της βίας ∙  τότε ήταν ή εκκλησία, οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες, τώρα οι οικονομικές σέκτες.

 Αυτός ο κόσμος δεν χόρτασε αίμα.  Όποιος κοιτάξει το φως της αλήθειας κατάματα, όποιος  ζει την ζωή του μέσα από την ηθική της γνώσης και της φιλοσοφίας, αυτός είναι καταδικασμένος.  
Όμως οι θύτες φοβούνται περισσότερο από τα θύματα τους. Εσείς φοβάστε περισσότερο είπε ο Giordano Bruno (1563- 1600) στους ιεροεξεταστές όταν του ανακοίνωσαν την καταδίκη του.

Και ναι, ο Giordano Bruno κάηκε στην πυρά, όμως δεν πέθανε.  Πως το ξέρω;  Μα, ζεί μέσα μου.




Βρείτε και δείτε αυτή την υπέροχη ταινία του Giuliano Montaldo.  Ρουφήξτε τη, ίσως τότε και σεις ανακαλύψετε τον Giordano Bruno ζωντανό μέσα σας



Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Στέλιος Γιαννίκος

Ελευθερία είναι η παιδεία, η ηθική της διαρκούς σπουδής του δικαίου της αλήθειας.
 Η νέα επανάστασις μας είναι ο διαρκής αγώνας μας για το Αγαθό.  Να αποτινάξουμε πρέπει πρώτα από τις πλάτες μας όλα τα κατάλοιπα του ραγιαδισμού και της ξενολατρίας και να εργαστούμε για έναν πολιτισμό άχραντο και πνευματικό.  

Σημείο αναφοράς μας οι πρόγονοι μας.  Ο λόγος μας είναι «από τα κόκκαλα βγαλμένος των ελλήνων τα ιερά» και στεκόμαστε δίχως φόβο για χαμό επάνω «στην κόψη του σπαθιού που με βία μετρά τη γη».  

Δεν φοβούμαστε τίποτα ∙ δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα ∙ να κερδίσουμε μόνο μία θέση μέσα στο απέραντο κόσμο που σηματοδοτεί την ανύψωση. Ένα υλικό σκουλήκι που προσπαθεί να μεταμορφωθεί σε μία πνευματική πεταλούδα.  

«Έλληνες, ο θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω». Να τον τιμήσουμε πρέπει ανάγοντας το έργο μας σε μνημείο δύναμης και ομορφιάς.
Η Ελλάς ευγνωμονούσα_ Υπέρ πατρίδος _πίνακας Θ. Βρυζάκη

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

ΓΛΥΚΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ (Στέλιος Γιαννίκος)

Στους άδοξους καιρούς που ζούμε, ήταν μια ευκαιρία να δω ξανά την ΓΛΥΚΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΑ του Νίκου Νικολαΐδη.

Το κατάλαβα, είμαστε εμείς η Γλυκιά Συμμορία… εσύ που είσαι ξέρεις γιατί μιλώ.

Μία φιλία γεννημένη μέσα από την φαυλότητα αυτού του κόσμου. Μία συμφωνία Θανάτου, μια επανάσταση που γαμιέτε…


Είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε. Μην λησμονείς την τελευταία σφαίρα στην θαλάμη, προορίζετε για εμάς. Δεν θα τους κάνουμε την χάρη να μας νικήσουνε…

 Άλλωστε το ξέρεις καλά πως στο βάθος είμαστε ερασιθάνατοι. Σε τελευταία ανάλυση ο θάνατος δεν έχει τίποτα το τραγικό. Το τραγικό είναι ένα με την ζωή…




Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Η στιγμή (Στέλιος Γιαννίκος)

φιερωμένο σε όσους πονάνε γιατί βλέπουν)
                         
Ένα βήμα εμπρός,
δύο βήματα πίσω,
τρία βήματα εμπρός
τέσσερα βήματα πίσω.
Πάνω κάτω στο ίδιο σημείο αναφοράς.

Το ’να μάτι κοιτά την ανατολή∙
η αυγή που σε ’χει γεννήσει.
Το άλλο θωρεί κατά την δύση
η μοίρα που θέλει να σε σβήσει.

Η ελπίδα έρχεται και φεύγει,
η αλήθεια πάντοτε μένει.
Άλλοτε την βλέπεις φωτεινά,
κι άλλοτε σε καταπίνει η σκοτεινιά.

Ζωή που ζεις και δεν ζείς,
στα βάθη μας ανείπωτης πληγής
κι αν όλα είναι παντοτινά,
είν’ η στιγμή σου που τα κάνει λιγοστά.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Κ. Παπαϊωάννου: Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός και η νόθα δυτικοευρωπαϊκή συνέχειά του

topnle5-720x450
Του Σωτήρη Γουνελά, συγγραφέα από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 5-6 που είχε αφιέρωμα στον Κώστα Παπαϊωάννου 
Ο Κώστας Παπαϊωάννου είναι ένας εξαιρετικός φιλόσοφος-μελετητής-οραματιστής. Τα έργα του κινούνται ανάμεσα στο δοκίμιο και τη μελέτη, αλλά καθένα τους προδίδει μεγάλη αναζήτηση, εποπτεία και εγρήγορση. Αυτό σημαίνει γνώση και εμβάθυνση σε περιοχές του λόγου και του πνεύματος αρχαιότερες και νεώτερες. Στις αρχαιότερες περιλαμβάνονται η αρχαία Ελλάδα με τους τραγικούς της, τη φιλοσοφία της και την ιστορία της, η Π. Διαθήκη –με έμφαση στους προφήτες– και η ιστορία των Εβραίων, η χριστιανική παράδοση –ανατολική και δυτική–, ενώ στις νεώτερες, βασικά έργα του ευρωπαϊκού πολιτισμού όπως αυτά των Καντ, Χέγκελ, Μαρξ. Όμως δεν μένει εκεί. Αναπτύσσει έναν στοχασμό κριτικό και ακονισμένο, καθώς τον ενδιαφέρει να εντοπίσει τον πυρήνα ή τους πυρήνες του ευρωπαϊκού λόγου ή της «περιπέτειας του πνεύματος», όπως γράφει στην εισαγωγή της Αποθέωσης της Ιστορίας ο Γ. Καραμπελιάς. Επιχειρώντας να εμβαθύνει μέσα τους, απομονώνει ιδιαίτερες πλευρές τους και παραλληλίζει με αρχαιότερα έργα ή συγκρίνει μεταξύ τους εποχές και ιστορικές περιόδους, αρχαιότερες και νεώτερες.
Εάν μελετήσει κανείς το έργο του, θα βρεθεί μπροστά στα ερωτήματα: Ποιος είναι ο σημερινός άνθρωπος και από πού έρχεται; Ποιος είναι ο Έλληνας ή ο Ευρωπαίος που κατοικεί σε κάποια χώρα της Ευρώπης, ποιος ο αλλοδαπός που περιφέρεται ή εγκαθίσταται εκεί, ποιος ο φοιτητής που πηγαινοέρχεται ανάμεσα Αμερική και Ευρώπη, ποιος ο επιχειρηματίας, ο καθηγητής, ο τεχνικός; Ποιος είναι και τι σχέση μπορεί να έχει ο άνθρωπος αυτός με το «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν» του Ηράκλειτου, με το «γνῶθι σαυτόν» του μαντείου και του Σωκράτη και με το «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» του Ευαγγελίου; Και, τέλος, ποιος είναι ο άνθρωπος αυτός σε σχέση με τον σύγχρονο μηδενισμό;
Το πρώτο βιβλίο του που διάβασα ήταν Η αποθέωση της Ιστορίας. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η αποσαφήνιση που περιέχουν οι παρακάτω γραμμές:
Υψώθηκε ένας ουμανισμός ο οποίος ήθελε να είναι η συνέχεια του ελληνικού ουμανισμού αλλά που υπήρξε ακριβώς το αντίθετό του. Για τους έλληνες η φύση ήταν το μέτρο των πάντων και η επιστήμη προσέφερε την αρετή. Στο εξής η φύση θα είναι αντικείμενο και η επιστήμη θα προσφέρει την εξουσία».
Γεννήθηκε, λοιπόν, ένα σύμπαν:
στο οποίο η φύση έπαψε να αποτελεί αξία καθ’ εαυτήν, για να γίνει αντικείμενο κυριαρχίας στερημένο από κάθε ηθική σημασιοδότηση. Παρομοίως η επιστήμη, είχε πει ο Γκρόστεστ, έπαψε να είναι αρετή, παθητική ενατένιση του κόσμου και δήλωση της σχέσης μας με αυτόν, για να γίνει δύναμη και αναγγελία της βασιλείας του ανθρώπου, βίαιη ανάκριση της φύσης και κατάφαση της απόλυτης εξουσίας του υποκειμένου που την κατανοεί για να την κυριαρχήσει ( σ. 110-111).
Επειδή η εξέλιξη της επιστήμης από τον 17ο αιώνα και μετά με είχε απασχολήσει σε θεωρητικό-κριτικό επίπεδο, θεώρησα ότι υπήρχε εδώ ένας από τους ελάχιστους στοχαστές που είχε αντιληφθεί κάτι πολύ σημαντικό, εντοπίζοντας μια σοβαρή διαφορά στην πορεία της ιστορίας ανάμεσα στην επιστήμη-γνώση των αρχαίων και στη σύγχρονη. Υπήρχε βέβαια για το θέμα αυτό ο αξεπέραστος Σπ. Κυριαζόπουλος, ο Ζ. Λορεντζάτος, ο Φ. Σέρραρντ, ο Χρ. Γιανναράς, ο Στ. Ράμφος (την πρώτη του περίοδο) και άλλοι, και βεβαίως υπήρχαν οι θέσεις Πατέρων της Εκκλησίας αλλά και σειρά μεγάλων ποιητών, με κορυφαίο τον Μπλέηκ, που βρίσκονταν στους αντίποδες αυτής της γνώσης και τις αρνητικές της συνέπειες και των οποίων το έργο συνιστούσε μάλιστα μια άλλη γνώση.
Ο Παπαϊωάννου στεκόταν κάπου στη μέση. Με την εξής καίρια ιδιαιτερότητα: Ήταν ο φιλόσοφος που τον ενδιέφερε η κατάσταση του ανθρώπου. Δεν φιλοσοφούσε, ούτε μελετούσε άλλους φιλοσόφους μένοντας σ’ ένα κλειστό σύστημα σκέψης ή σ’ έναν ακαδημαϊσμό. Φιλοσοφούσε και μελετούσε για να διεισδύσει πίσω από τις αφαιρέσεις, τα εννοιολογικά σχήματα, τις υποθέσεις, τις αντιπαραθέσεις, τα αντιφατικά σχήματα. Για να παρακολουθήσει την πορεία του ανθρώπου και του πνεύματος, το νόημα και το είδος της πορείας και της ιστορίας, των μύθων και των οραμάτων. Για να εντοπίσει το γεγονός της μετάβασης από μια εποχή στην άλλη, και τον τρόπο μετάβασης. Για να συλλάβει τις διαφορές: Τι χωρίζει τον αρχαιοελληνικό κόσμο από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση και πώς φτάνουμε στον τόσο φορτωμένο εικοστό αιώνα, με τους δύο παγκόσμιους πολέμους, την επανάσταση στη Ρωσία, την εξάπλωση του μηδενισμού. Είναι από τους ελάχιστους που επιχειρούν να συνθέσουν και όχι απλώς να θεωρητικολογήσουν ή να σχολιάσουν έναν ή περισσότερους φιλοσόφους, ένα ή περισσότερα συστήματα. Και είναι ένας από τους λίγους που έχει αρχαιοελληνική παιδεία. Λέω αρχαιοελληνική και λιγότερο χριστιανική, όπως δείχνουν τα βιβλία του. Δείγματα της αρχαιογνωσίας του μας έχει δώσει στην Αποθέωση της Ιστορίας και βέβαια στο βιβλίο του Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα (1972).
Μιας και είναι από τους λίγους εκείνους Έλληνες που υπογράμμισαν ιδιαίτερα τη ριζική διαφορά ανάμεσα στον αρχαιοελληνικό πνευματικό κόσμο και στον αναγεννησιακό και συνακόλουθα νεωτερικό, είναι ανάγκη να επιμείνουμε σε αυτή τη διαφορά. Ειδικά σήμερα, με τις εξελίξεις που παρουσιάζονται παγκοσμίως, έρχεται στο προσκήνιο –άλλο αν δεν το έχουμε καταλάβει– η αρχαιοελληνική κοσμοθεώρηση, η πλαστή ευρωπαϊκή αναγέννηση και βεβαίως το μεγάλο κατόρθωμα της πατερικής σύνθεσης, όπου, πάνω στον αρχαιοελληνικό λόγο, σμιλεύτηκε «η νέα διάσταση της θεανθρωπίας».
Ο Παπαϊωάννου, λοιπόν, διευκρινίζει με σαφέστατο τρόπο στα βιβλία του τη διαφορά φύσης και τέχνης από τη μια μεριά στους αρχαίους, από την άλλη σ’ έναν κλασικό ευρωπαίο φιλόσοφο, τον Χέγκελ. Γράφει:
«Οι Έλληνες, γράφει (ενν. ο Χέγκελ), αποτίουν τη μεγαλύτερη τιμή στην ανθρώπινη εφεύρεση, στο βαθμό που δαμάζει τα φυσικά πράγματα και τα αποδίδει στη χρήση». Ο Χέγκελ, του οποίου η καθαρά ιστορική αντίληψη του πνεύματος βρίσκεται, από όλες τις απόψεις, στους αντίποδες της αρχαίας ιδέας του κόσμου, σπεύδει να προσθέσει ότι, σύμφωνα με τους Έλληνες, «ένα εργαλείο δημιουργημένο από τον άνθρωπο είναι ανώτερο από ένα φυσικό αντικείμενο, γιατί είναι παράγωγο του πνεύματος». Όμως, δεν υπήρχε περίπτωση οι Έλληνες να αμφισβητήσουν τα πρωτεία της φύσης και πολύ περισσότερο να αποδώσουν στο ανθρώπινο έργο αξία ανώτερη από αυτή των προϊόντων της φύσης. Αντίθετα, το ανθρώπινο έργο αποκτά μορφή, νόημα και αξία, ακριβώς στο μέτρο που εντάσσεται στην οργανωτική παραγωγικότητα της φύσης και φανερώνει την εγγενή τελεολογία της.(1)
Το ζήτημα που βάζει εδώ ο Παπαϊωάννου έχει τεράστιες επιπτώσεις για τη σύγχρονη ιστορία του κόσμου και του ανθρώπου, καθώς η προσκόλληση του Χέγκελ στην «ανθρώπινη εφεύρεση που δαμάζει τα φυσικά πράγματα» (σκέψου και τον Καρτέσιο) περνά στον Μαρξ και από εκεί στα πάντα, γυρνά τον κόσμο ανάποδα, γιατί αποθεώνει τον υλικό κόσμο, μετατρέποντας την ύλη σε αντικείμενο κυριαρχίας και εκμετάλλευσης: Τα υλικά πράγματα, ειδικά αυτά που παράγονται μέσα από την εργασία, και μάλιστα τη βιομηχανοποιημένη, αποκτούν ανώτερη αξία από τα πνευματικά. Και εδώ έχουμε σφοδρή αντίθεση με τον αρχαίο κόσμο. Καθώς γράφει και πάλι ο Παπαϊωάννου, αναφερόμενος στον «αρχαίο υλισμό», ο οποίος αγνοεί κάθε αρνητική στάση απέναντι στη φύση, οι ανθρώπινες τέχνες δεν έχουν αξία και άρα δεν γεννούν ένα «πραγματικό» έργο παρά στον βαθμό που «συνδυάζουν την παραγωγική τους ικανότητα με αυτή της φύσης, όπως κάνει η ιατρική, η γεωργία και η γυμναστική» (ό.π., σ. 56-57).
Πώς γίνεται, τώρα, να παρουσιάζονται οι Ευρωπαίοι ως οι σπουδαίοι συνεχιστές του αρχαιοελληνικού πολιτισμού; Πώς γίνεται να αγνοούνται όσοι μίλησαν και εξήγησαν αυτά τα πράγματα και μάλιστα εδώ στην Ελλάδα; Άλλωστε, το γεγονός ότι πολλοί στο δυτικοευρωπαϊκό στερέωμα υπήρξαν θιασώτες του αρχαιοελληνικού πνεύματος –θεολόγοι, φιλόσοφοι, επιστήμονες, ποιητές κ.λπ.– δεν έχει σχέση με την εξέλιξη και τη διαμόρφωση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών και μάλιστα των σημερινών, υποταγμένων στην περιβόητη Οικονομία της Αγοράς. Μεσολάβησαν τόσα πολλά στο πέρασμα των αιώνων που, όση μέριμνα κι αν υπήρχε να ακολουθήσουν τα διδάγματα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, των Στωικών ή –πιο πρόσφατα– των Προσωκρατικών, είχε ανοίξει χάσμα μέγα μεταξύ διανοούμενων και ευρύτερου κοινού, ήδη από την Αναγέννηση, έτσι που ήταν φοβερά δύσκολο να βρουν ανταπόκριση αυτά τα διδάγματα στο πλατύ κοινό. Εξάλλου, το ζήτημα που τίθεται, και που μεταξύ άλλων θέτει ο Παπαϊωάννου, είναι ο τρόπος ανάγνωσης των αρχαίων και οι παρανοήσεις που έγιναν κατά καιρούς και που συχνά οφείλονταν σε λάθος μετάφραση του πρωτότυπου.
* * *
Ο Κ. Π. έχει εντοπίσει όσο λίγοι το ζήτημα της προώθησης «της κυριαρχικής θέσης του Ευρωπαίου μέσα στην Ιστορία», διαδικασίας που, ενώ συνδυάζεται με την αυθαίρετη ή «μυστικιστική» θεώρηση στην περίπτωση του Μαρξ –κατά την κρίση μιας σπουδαίας γυναίκας, της Σιμόνης Βέιλ, που πρωτοέκανε κριτική σε αυτό το σημείο-ιδέα της «διαρκούς προόδου»–, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οδηγεί στον αντίποδά της, σε αυτό που ο Νίτσε, μέσα από μια μόνιμη σχεδόν κυκλική θεώρηση του κόσμου, παρμένη από τον Ηράκλειτο, χαρακτήρισε αρχικά «μηδενισμό» και συνακόλουθα αποβαρβάρωση. Ο Κ. Π., μιλώντας για την «ηθική των κυρίων», επισημαίνει ότι:
Αυτή ήταν η φυσική κατάσταση του δυτικού ανθρώπου και όλες του οι αξίες: Η αισιοδοξία του, ο ανθρωπισμός του, ο προοδευτισμός του, η αποξενωμένη από κάθε τραγικό μάθος Αισθητική του, προϋπέθεταν αυτή την ηθική των κυρίων και κατοχύρωναν την ησυχία της συνείδησής του απέναντι σε κάθε τραγικό προβληματισμό σχετικά με το νόημα ή τα αποτελέσματα της ιστορικής του δράσης (Μάζα και Ιστορία, σ. 56).
Ο Κ. Π. λέει ρητά ότι συν τω χρόνω, στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, «δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για το ομαλό πέρασμα σε μια αφηρημένη, ρασιοναλιστική, ριζικά αντιτραγική σχηματοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης, που ολοκληρώθηκε με την ιδέα του αιώνιου, τέλειου, καθολικού ανθρώπινου τύπου» (Μάζα και Ιστορία, σ. 144). Αυτή η ιδέα, κατά τον Κ. Π., κυριάρχησε στην Ανθρωπολογία και την ιστορική συνείδηση του κλασσικιστικού ανθρώπου (ό.π.). Ο Κ. Π. εννοεί ότι «αυτός ο καθολικός τέλειος άνθρωπος-τύπος προβλήθηκε από την Αναγέννηση σαν το γενικό μέτρο όλων των πραγμάτων και παρουσιάστηκε σαν η αυθεντική συνέπεια της ελληνο-χριστιανικής παράδοσης» (ό.π., σ. 145).
Αυτό που θέλει να πει ο Κ. Π. είναι ότι αυτός ο ανθρώπινος τύπος αποτελεί καθαρά διανοητική κατασκευή, και θα πρόσθετα εδώ ότι ουσιαστικά αντικατέστησε τον κατ’ εικόνα και ομοίωσιν άνθρωπο της χριστιανικής Θεολογίας. Αυτή η αντικατάσταση συνέβη όσο ο δυτικός κόσμος προωθούσε, στο κέντρο της διανοητικής σύλληψης, τον ανθρωποκεντρισμό, όσο εγκατέλειπε την αποκαλυπτική και θεολογική αίσθηση της ζωής για να συνδυάσει, αρχικά, τη χριστιανική θεολογία με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και, αργότερα, να εξηγήσει και να ορίσει τα πάντα με βάση τον Διαφωτισμό ή τον κριτικό ιδεαλισμό. Η Αναγέννηση, κατά τον Κ. Π., γεννά αυτό το είδος «καθαρού ανθρώπου» που καθορίζει από εκεί και ύστερα την πορεία του δυτικού πολιτισμού, με κύριο στοιχείο την έννοια «μιας γενικής και αιώνιας ανθρώπινης φύσης» (σ. 148), στερημένης, ωστόσο, από κάθε αληθινή μεταφυσική και ουράνια διάσταση. Αυτή η στέρηση, εξάλλου, κάνει τον Χέγκελ να βλέπει ακόμη και τον Θεό να αναδύεται μέσα από τη λασπωμένη γη!
Κάπως παρενθετικά, θα πρόσθετα εδώ ότι το ζήτημα της σχέσης κυρίου – δούλου ξανάρχεται σήμερα στο προσκήνιο, καθώς, μετά την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, ή μάλλον οι πάτρωνές του, εφευρίσκουν ολοένα νέες μορφές δουλείας, για να επεκταθούν και να ανασκάψουν τα πάντα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στην Αμερική η δουλεία κυριαρχούσε μέχρι το 1860. Μάλιστα, επίσημη έρευνα της Ουνέσκο αποκαλύπτει ότι, εν μέσω των «πολιτισμένων» και «δημοκρατικών» κοινωνιών, η δουλεία εξακολουθεί να υφίσταται και σημείωνε πως αριθμητικά οι δούλοι αυτοί φτάνουν τα 200 εκατομμύρια. Στη χώρα μας έπρεπε από χρόνια να υπήρχε μεγάλη αντίδραση, όχι μόνο για το ζήτημα αντιμετώπισης των μεταναστών ή και λαθρομεταναστών –αυτοί είναι οι σημερινοί δούλοι– αλλά και των εμπόρων που διακινούν ένα τέτοιο εμπόρευμα σε απάνθρωπες συνθήκες, ξεβράζοντας εξαθλιωμένους ανθρώπους σε νησιά και παραλίες (όσους βέβαια καταφέρνουν να επιζήσουν). Για να μη μιλήσουμε για την κατάσταση των γυναικών και πολλές φορές των ανήλικων κοριτσιών που σέρνονται στην πορνεία. Είναι πραγματικό αίσχος μετά τη διάλυση του υπαρκτού σοσιαλισμού να έχει εγκατασταθεί κάτι σαν γέφυρα μεταξύ των ανατολικών χωρών και της Δύσης, με συστηματικό εμπόριο λευκής σαρκός. Φοβάμαι πως θα βρισκόμασταν προ μεγάλων εκπλήξεων αν σκαλίζαμε τέτοια ζητήματα στη χώρα μας.
Μα δεν είναι μόνο αυτό. Η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων (όχι μονάχα αυτή που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2008) μεταφέρει επιχειρήσεις στην Ανατολή με μειωμένους μισθούς, με ανύπαρκτα δικαιώματα, με ξεριζωμό προσώπων και οικογενειών, με προώθηση μιας νέας τάξης πραγμάτων που ορισμένοι οικονομολόγοι ή θεωρητικοί έχουν αποκαλέσει κινεζοποίηση.
* * *
Ο Παπαϊωάννου διαθέτει αρχαιογνωσία (έχει μελετήσει τον Χριστιανισμό –όχι τόσο με θεολογικό τρόπο– και μάλιστα τους εβραίους προφήτες) αλλά και ανεπτυγμένη ιστορική συνείδηση, που την έχει αποκτήσει στη σχέση του με τα έργα του ευρωπαϊκού πολιτισμού που την εδραίωσαν. Και καθώς ο εικοστός αιώνας έχει φανερώσει το πνεύμα αρνητισμού του, την τραγικότητά του, τα ασυνείδητα ορμέμφυτά του και την καταστροφικότητά του, μετά κυρίως τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ωθείται στη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι «οι πανάρχαιοι δαίμονες της Ύβρης και της Αδικίας, για τους οποίους είχαν μιλήσει γεμάτοι φρίκη και δέος όλοι οι προφήτες από τον Ησαΐα μέχρι τον Αισχύλο και που ο 19ος αιώνας πίστεψε ότι τους είχε οριστικά και τελειωτικά εξαφανίσει, βγήκαν ξανά από τα υπόγειά τους» (Μάζα και Ιστορία, σ. 57). Παραθέτει μάλιστα ολόκληρα αποσπάσματα από τον Ησαΐα και τον Ιεζεκιήλ κυρίως, για να δείξει την ομοιότητα και την κοινή προέλευση (ελλήνων ποιητών και φιλοσόφων από τη μία, εβραίων προφητών από την άλλη), υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι εκείνοι κατάφεραν «να κρατήσουν ανοιχτή και άγρυπνη τη Μνήμη τους» και μεταμόρφωσαν τον Τρόμο τους μπροστά στο δαιμονικό «σε δραστήρια μέριμνα και έγνοια για τον άνθρωπο που τον απειλεί ο εκμηδενισμός και οι Δαίμονες της Δύναμης» (ό.π., σ. 58). Μα κατάφεραν και κάτι σημαντικότερο, μας λέει: να μιλήσουν για έναν κάλλιστο κόσμο και, θα συμπλήρωνα, να τον αναγγείλουν, ειδικά μέσα από τα προφητικά λόγια του Ησαΐα, που αναφέρει: «καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπ᾿ ἔθνος μάχαιραν, καὶ οὐ μὴ μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν». Με τη διευκρίνιση, που δεν κάνει ο Παπαϊωάννου, ότι ο Ησαΐας εξαγγέλλει Εκείνον που φέρνει τη νέα κατάσταση του ανθρώπου, τον Χριστό Θεάνθρωπο, Πρόσωπο και Λόγο και Αγάπη. Η συνοπτική διατύπωση του παραλληλισμού ανάμεσα στους αρχαίους φιλοσόφους και τους προφήτες της Π. Διαθήκης είναι η ακόλουθη:
Στην αντίληψή τους για τη Δικαιοσύνη οι έλληνες ποιητές και φιλόσοφοι αποδεικνύονται στενοί συγγενείς των εβραίων προφητών. Όπως ο προφήτης εμφανίζεται εκεί που ο λευίτης έχει παρεκτραπεί, για να αποκαταστήσει τη συμμαχία ανάμεσα στο Θεό και το λαό του, η τραγωδία και η φιλοσοφία στην Ελλάδα αναλαμβάνουν να εκφράσουν ή να αποκαταστήσουν το δεσμό που συνδέει την πόλη με τον κόσμο (Αποθέωση της Ιστορίας, σ. 46).
Κόσμος εδώ νοείται η υπέρτατη τάξη και αρμονία αλλά και η Δίκη-Δικαιοσύνη, της οποίας ρυθμιστής είναι ο Λόγος.
Με τις παραπάνω αποσαφηνίσεις ο Κ. Π. θέλει μεταξύ άλλων να καταγγείλει μια ψεύτικη εικόνα του ανθρώπου σχηματισμένη διαρκούντος του 19ου αιώνα. Κάνοντας αναφορά στον Φρόυντ, μιλά για όλη την αρνητική κατάσταση που κατοικούσε τον άνθρωπο και που εκείνος την έφερε στο φως. Εννοεί προπαντός τη διάσταση του θανάτου ως συμβόλου των αρνητικών και καταστροφικών ενστίκτων του ανθρώπου και τη σύνδεσή της με τη λησμονιά πράξεων δολοφονικών που συμβαίνουν στους πολέμους, από τους οποίους οι νικητές γυρνούν στα σπίτια τους χωρίς ιδιαίτερη ενοχή και φρίκη για τον θάνατο που σκόρπισαν. Και αντιδιαστέλλεται ο σύγχρονος αυτός άνθρωπος με τον αρχαϊκό, που, όταν γυρνούσε από τον πόλεμο, δεν μπορούσε ούτε στο σπίτι του να πάει, ούτε να αγγίξει τη γυναίκα του «προτού εξαγνιστεί με ειδικές και συχνά οδυνηρές ιεροτελεστίες» (Μάζα και Ιστορία, σ. 61). Και καταλήγει ο Φρόυντ ότι «υπάρχει μια ορισμένη ηθική λεπτότητα που λείπει από μας τους πολιτισμένους» (ό.π.).
kostas-papaioannou

Ο Παπαϊωάννου, μέσω Φρόυντ, μέσω αρχαίας τραγωδίας και μέσω προφητών, επαναφέρει στο κέντρο της ζωής τη σημασία του φόβου, του τραγικού, υπαρξιακού και αβυσσαλέου φόβου των παλαιότερων ανθρώπων – απέναντι σε τί; Στα «φυσικά στοιχεία που διαλαλούν την ύπαρξη των δυνάμεων που απειλούν τη ζωή». Σε άλλο σημείο συνδυάζει την κατάσταση αυτή με την κατάσταση της κοινωνίας αλλά και των μαζών, που κάποια στιγμή έρχονται στο προσκήνιο της ιστορίας, ανατρέποντας την ακινητοποιημένη, ναρκωμένη και οργανωμένη κοινωνία βάσει της ιδεολογίας της Δύναμης και της Εξουσίας ή βάσει ενός ολόκληρου συστήματος αγκυλωμένων αξιών. Και μνημονεύει τις ξεχωριστές εκείνες φωνές και τα έργα ανθρώπων που κατάλαβαν και περιέγραψαν τις καταστροφικές δυνάμεις που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια. Βρίσκει μάλιστα την ευκαιρία να αναφερθεί στην τέχνη και στην εξέγερση κατά της απατηλής Ομορφιάς και της ψεύτικης «ανθρωπιάς»: εξέγερση που πραγματοποίησε η μοντέρνα τέχνη, ξαναβάζοντας μέσα στο ευρωπαϊκό στερέωμα, που το καθόριζαν οι κλασικές αξίες της Δύσης, το τραγικό στοιχείο και κλονίζοντας την ιδέα του ανθρώπου ως κυρίαρχου και αυτόνομου όντος. Θα μπορούσα να αναφέρω εδώ ως παράδειγμα ποιητή που συντάσσεται πλήρως με τις θέσεις του Παπαϊωάννου (ενν. στο σημείο αυτό) τον Αντονέν Αρτώ, προπαντός για την αίσθηση που προωθεί στον χώρο του θεάτρου και που έγινε γνωστή μέσα από το βιβλίο του Το θέατρο και το είδωλό του.
Αυτό που ανακαλύπτει ο Κ.Π. στο βιβλίο του Μάζα και Ιστορία είναι ο συσχετισμός ανάμεσα στους αρχαίους ή μεταφυσικούς μύθους που ήρθαν ξανά στο φως με την τέχνη του 20ού αιώνα, και στις μάζες, θεωρώντας ότι σε όλους αυτούς οι μάζες (για την αρχαιότητα θα πρέπει να λέμε οι λαοί ή οι πολίτες) είχαν ζωντανή παρουσία, συμμετείχαν δημιουργικά, καθώς αισθάνονταν την ανάγκη της τέχνης στους χώρους εκείνους (αναφέρει χαρακτηριστικά «θέατρα, ναούς, εκκλησίες») «όπου βρίσκει τον εαυτό της [ενν. η μάζα] όχι σαν τυχαίο πλήθος αλλά σαν μια ψυχική κοινότητα θεμελιωμένη πάνω στη μετάληψη και την κοινωνία με τις αξίες και τα νοήματα που αυτή η ίδια έχει φέρει στο φως» (Μάζα και Ιστορία, σ. 86).
Εάν τα παραπάνω ζητήματα τα φέρουμε πιο κοντά στις αρχαιοελληνικές μας καταβολές, πράγμα που προωθεί αδιάκοπα στα βιβλία του ο Κ. Π., και εάν τις παραλληλίσουμε με τη σημερινή κατάσταση ή την κατάσταση του 20ού αιώνα, μέσα στην οποία «δημιούργησε» ο διανοητής αυτός, θα δούμε ότι από εκεί αντλεί την πρότασή του για μια μεταφυσική αίσθηση ζωής, για μια ζωντανή αντιπαράθεση του ανθρώπου με το μηδέν και κάθε καταστροφικό πεπρωμένο, με τη συναίσθηση μιας συμπαντικής τάξης μέσα στην οποία η τραγωδία, αρχαία ή νέα ή διαρκής, έχει οντολογική και όχι ψυχολογική σημασία. Η τραγωδία αυτή συνδέεται με την Αλήθεια της ζωής και της δημιουργίας και ξεπερνά την ατομικότητα, γιατί ακουμπά στο αναξιμάνδρειο χρεών (αυτή εννοείται είναι μία διάστασή της), τη βαθιά δηλαδή ριζωμένη ανάγκη για ό,τι ενεργείται στον κόσμο σύμφωνα με την αρχαία τάξη. Ο Παπαϊωάννου ενδιαφέρεται να επαναλειτουργήσει η σημασία της αρχαίας ύβρεως, για να μπορέσει ο νεώτερος άνθρωπος, και μαζί με αυτόν οι μάζες, να κατανοήσει ότι η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί «να φτάσει να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη του Σύμπαντος» (ό.π., σ. 116) και πως η κάθαρσις που κατοικούσε την αρχαία τραγωδία σήμαινε μια αποκατάσταση των μεταφυσικών θεμελίων της ζωής, ή, όπως λέει με μια φράση, «το διονυσιακό κοινό δεν ταυτίζεται με τον εκμηδενιζόμενο ήρωα αλλά με το Νόμο που είναι η Δίκη». Αυτό που εγώ δυσκολεύομαι να καταλάβω είναι πώς μεταφράζει τη Δίκη, όπως λίγο-πολύ την ξέρουμε, σε «μια αρχέγονη αξία της επαναστατικής μάζας που οι προφήτες, οι πολιτικοί και η ιστορική της δράση είχαν μεταμορφώσει σε ανώτατη συντακτική αρχή της Δημοκρατούμενης Πολιτείας» (ό.π., σ. 117).
Η δυσκολία αυτή γίνεται μάλιστα μεγαλύτερη αν την παραπάνω διατύπωση τη διαβάσουμε μαζί με μια άλλη εξαιρετικά πυκνή, η οποία, θα έλεγα, συνοψίζει ένα μεγάλο μέρος των σκέψεων του Παπαϊωάννου πάνω στη σχέση αρχαίου και νεώτερου κόσμου:
Στην εποχή του Πλάτωνα, όταν η εξαφάνιση της Τραγωδίας και η νατουραλιστική παρακμή του Θεάτρου εσήμαναν το ξεθύμασμα κάθε εκστατικής δυνατότητας από τον αποσυντεθειμένο από τη δημαγωγία Δήμο, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Πλάτων συνέλαβε για πρώτη φορά μες στην ιστορία της Φιλοσοφίας την ιδέα της Υπέρβασης (transcendance) και του Επέκεινα, στην προσπάθειά του ν’ αναστήσει την οριστικά χαμένη Δίκην του Αισχύλου και του Ηράκλειτου κάτω από τη μόνη προσιτή στην εποχή του ιδέα του Αγαθού (σ. 119).
Σε άλλο μελέτημα θα μας απασχολήσει περισσότερο αυτή η υπέρβαση και αυτό το Αγαθό.

1.    Κ. Παπαϊωάννου, Η αποθέωση της Ιστορίας, μετ. Σπ. Κακουριώτης, επιμ.- πρόλογος: Γ. Καραμπελιάς, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1992, σ. 54.




Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Το ελληνικό έθνος δεν είναι πρόσφατη κατασκευή


ΠΗΓΗ:  Άρδην τ. 84, Ταυτότητα & Ιστορία — Μαρτίου 25, 2015 at 9:19 πμ
                http://ardin-rixi.gr/archives/16866







Α­πό­σπα­σμα α­πό το βι­βλί­ο του Μελέτη Μελετόπουλου, To ζήτημα του πατριωτισμού, το ο­ποί­ο κυ­κλο­φό­ρη­σε πέ­ρυ­σι α­πό τις εκ­δό­σεις Πα­πα­ζή­ση, δημοσιεύτηκε στο Άρδην τ. 84.


Τά στε­ρε­ό­τυ­πα καί οἱ ἰ­δε­ο­λη­ψί­ες τῆς «προ­ο­δευ­τι­κῆς» δι­α­νό­η­σης


«Θά ᾽ρθει πρῶ­τα ἕ­να ψευ­το­ρω­µ­έ­ϊ­κο˙
νά µήν τό πι­στέ­ψεις. Θά φύ­γει πί­σω».
Κο­σµ­ᾶς Αἰ­τω­λός

Μία ὀ­λι­γά­ρι­θµ­η ἀλ­λά παν­τα­χοῦ πα­ροῦ­σα ὁ­µ­ά­δα πα­νε­πι­στη­µ­ια­κῶν, δη­µ­ο­σι­ο­γρά­φων, δι­α­νο­ου­µ­έ­νων καί πο­λι­τευ­τῶν ἐ­πι­χει­ρεῖ τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια µέ συ­στη­µ­α­τι­κό καί ἐ­πί­µ­ο­νο τρό­πο νά ἐ­πη­ρε­ά­σει τήν κοι­νή γνώ­µ­η καί ἰ­δι­α­ί­τε­ρα τήν νε­ο­λα­ί­α καί νά µ­ε­τα­βά­λει τήν ἱ­στο­ρι­κή συ­νε­ί­δη­ση καί το­ύς πο­λι­τι­κο­ύς προ­σα­να­το­λι­σµ­ο­ύς τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ λα­οῦ. Προ­ω­θεῖ και­νο­φα­νεῖς ἀ­πό­ψεις γιά γε­γο­νό­τα µ­ε­ί­ζο­νος ση­µ­α­σί­ας, ὅ­πως ἡ Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση, ἀλ­λά καί ὑ­πο­στη­ρί­ζει συγ­κε­κρι­µ­έ­νες θέ­σεις γιά τίς σύγ­χρο­νες ἑλ­λη­νο­τουρ­κι­κές σχέ­σεις, τό Κυ­πρια­κό, τήν ἐν­τα­ξια­κή πο­ρε­ί­α τῆς Τουρ­κί­ας πρός τήν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κή ῞Ε­νω­ση, τήν ὑ­πο­τι­θέ­µ­ε­νη ὕ­παρ­ξη µ­ει­ο­νο­τή­των στό ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, τήν ἀ­πό­δο­ση ρα­τσι­στι­κῶν καί σω­βι­νι­στι­κῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν στόν ἑλ­λη­νι­κό λαό, τήν σχέ­ση µ­ας µέ τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καί πολ­λά ἄλ­λα. Ἡ ἀ­πή­χη­ση αὐ­τῶν τῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων στήν ἑλ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α εἶ­ναι ἐ­λά­χι­στη, ἀ­φοῦ ὅ­λες οἱ ἔγ­κυ­ρες µ­ε­τρή­σεις τῆς κοι­νῆς γνώ­µ­ης δε­ί­χνουν µία συν­τρι­πτι­κή κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ πα­τρι­ω­τι­κοῦ αἰ­σθή­µ­α­τος καί τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν ἀ­ξι­ῶν σέ ὅ­λες τίς ἡ­λι­κί­ες καί τίς κοι­νω­νι­κές ὁ­µ­ά­δες. Πα­ρά ταῦ­τα, ἡ προ­σπά­θεια χον­δρο­ει­δοῦς ἀ­να­θε­ώ­ρη­σης τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας, µ­α­ζί µέ τήν προ­ώ­θη­ση «ἐ­ναλ­λα­κτι­κῶν» ἀ­πό­ψε­ων στά ἐ­θνι­κά µ­ας θέ­µ­α­τα, ἔ­χουν προ­κα­λέ­σει κα­τά και­ρούς µ­ε­γά­λες ἀν­τι­δρά­σεις καί τήν ὀργή τῆς κοι­νῆς γνώ­µ­ης. []
Κεν­τρι­κό στοι­χεῖ­ο αὐ­τῆς ὅ­λης τῆς πο­λι­τι­κῆς «φι­λο­σο­φί­ας» εἶ­ναι ἡ ἐ­πί­θε­ση στήν ἔν­νοι­α τῆς Πα­τρί­δας καί στό πα­τρι­ω­τι­κό συ­να­ί­σθη­µ­α. ῎Ε­χουν κα­τα­βλη­θεῖ ἀ­πό το­ύς κύ­κλους αὐ­το­ύς ἐ­πί­µ­ο­νες προ­σπά­θει­ες νά ταυ­τι­σθεῖ ὁ Πα­τρι­ω­τι­σµ­ός µέ τόν ἐ­θνι­κι­σµό, τόν σω­βι­νι­σµό, τόν ρα­τσι­σµό, τήν µ­ι­σαλ­λο­δο­ξί­α. Κάθε αὐ­το­νό­η­τη, ἀ­κό­µ­η καί ἡ µ­ε­τρι­ο­πα­θέ­στε­ρη, ἄ­πο­ψη γιά τήν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς µ­ας κυ­ρι­αρ­χί­ας καί τήν ἀν­τι­µ­ε­τώ­πι­ση ξέ­νης ἐ­πι­βου­λῆς συ­κο­φαν­τεῖ­ται ὡς «ἐ­θνι­κι­στι­κή ὑ­στε­ρί­α» καί ἀν­τι­προ­τε­ί­νε­ται ὁ «δι­ά­λο­γος» γιά τά κυ­ρι­αρ­χι­κά µ­ας δι­και­ώ­µ­α­τα, ὁ κα­τευ­να­σµ­ός κ.λπ. Λο­γι­κή ἀ­πό­λη­ξη πα­ρό­µ­οι­ων ἀν­τι­λή­ψε­ων, βε­βα­ί­ως, εἶ­ναι ἡ δι­α­µ­όρ­φω­ση ἑ­νός κλί­µ­α­τος αὐ­το­ε­νο­χο­ποί­η­σης καί πα­θη­τι­κῆς ἀ­πο­δο­χῆς τῶν ἀ­µ­φι­σβη­τή­σε­ων τῆς ἐ­θνι­κῆς µ­ας ὑ­πό­στα­σης. Καί ἡ ἀ­πο­δυ­νά­µ­ω­ση τοῦ πνε­ύ­µ­α­τος ἀν­τί­στα­σης στίς ἀ­πει­λές πού πάν­το­τε ὑ­πῆρ­χαν καί πάν­το­τε θά ὑ­πάρ­χουν, στόν τα­ρα­γµ­έ­νο κό­σµ­ο πού πο­ρευ­ό­µ­α­στε ὡς ἔ­θνος ἐ­πί χι­λι­ά­δες χρό­νια.
῎Αλ­λο­θι καί ἀ­φο­ρµή τῆς ἐ­πί­θε­σης ὁ­ρι­σµ­έ­νων προ­σώ­πων καί ὁ­µ­ά­δων ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πα­τρι­ω­τι­κοῦ αἰ­σθή­µ­α­τος, τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ ῎Ε­θνους καί ὅ­λων τῶν ἐ­θνι­κῶν συ­µ­βό­λων, εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς ἡ κα­τά­χρη­σή τους ἀ­πό τήν δι­κτα­το­ρί­α τῶν συν­τα­γµ­α­ταρ­χῶν (1967-1974). Οἱ συν­τα­γµ­α­τάρ­χες κα­τα­σκε­ύ­α­σαν ἕ­να κά­πη­λο ἰ­δε­ο­λο­γι­κό προ­σω­πεῖ­ο χρη­σι­µ­ο­ποι­ών­τας τά ἱ­ε­ρά καί τά ὅ­σια τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ὅ­πως τό Εἰ­κο­σι­έ­να, τό Σα­ράν­τα, τό τρί­πτυ­χο Πα­τρίς-Θρη­σκε­ί­α-Οἰ­κο­γέ­νεια κ.λπ.
῎Ε­τσι, µόλις κα­τέρ­ρευ­σε τό δι­κτα­το­ρι­κό κα­θε­στώς, τό 1974, ἡ κα­τά­χρη­ση αὐ­τή τῶν ἐ­θνι­κῶν συ­µ­βό­λων ἀ­πό τήν δι­κτα­το­ρί­α ἔ­δω­σε τό «δι­κα­ί­ω­µ­α» σέ κά­ποι­ους κύ­κλους νά ἐ­πι­τε­θοῦν ὄ­χι µόνον ἐ­ναν­τί­ον τοῦ στρα­το­κρα­τι­κοῦ αὐ­ταρ­χι­σµ­οῦ, ἀλ­λά καί τῶν συ­µ­βό­λων πού αὐ­τός κα­τα­χρά­στη­κε.
∆ι­ά­φο­ροι πα­νε­πι­στη­µ­ια­κοί, δη­µ­ο­σι­ο­γρα­φοῦν­τες ἱ­στο­ρι­κοί κ.λπ., [ ] ἀν­τέ­γρα­ψαν καί εἰ­σή­γα­γαν ἀ­τε­λῶς κά­ποι­ες ἄ­σχε­τες πρός τά ἑλ­λη­νι­κά δε­δο­µ­έ­να θε­ω­ρη­τι­κές κα­τα­σκευ­ές ἀ­πό τήν Εὐ­ρώ­πη καί τίς ΗΠΑ ἤ ξε­σή­κω­σαν κά­ποι­ες πο­λι­τι­κῶς ὀρ­θές ἰ­δέ­ες τῆς µόδας ἀ­πό πο­λι­τι­κά πε­ρι­ο­δι­κά τῆς Νέας Ὑόρκης ἤ τοῦ ῎Αµστερνταµ καί τίς ὕ­ψω­σαν ὡς λά­βα­ρο πα­νε­πι­στη­µ­ια­κῆς στα­δι­ο­δρο­µ­ί­ας καί ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κῆς ἀ­νέ­λι­ξης. Καί βρῆ­καν στόν κλει­στό τους χῶ­ρο εὐ­νο­ϊ­κή ἀν­τα­πό­κρι­ση, δι­ό­τι στήν πα­νε­πι­στη­µ­ια­κή µ­ας κοι­νό­τη­τα ἡ ἄ­κρι­τη εἰ­σα­γω­γή θε­ω­ρι­ῶν (ὅ­πως καί κα­τα­να­λω­τι­κῶν προ­ϊ­όν­των) ἀ­πό τό ἐ­ξω­τε­ρι­κό, πού ὑ­πο­κα­θι­στᾶ τήν κο­πι­α­στι­κή πα­ρα­γω­γή τους, ἔ­χει δυ­στυ­χῶς µ­α­κρά πα­ρά­δο­ση.
Μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο, πα­ρα­δε­ί­γµ­α­τος χά­ριν, ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­θνο­γέ­νε­σης τῶν κα­θη­γη­τῶν Γκέλνερ καί Χομπσμπάουμ, πού ἀ­φο­ρᾶ τά ἀ­νε­πτυ­γµ­έ­να βι­ο­µ­η­χα­νι­κά ἔ­θνη τῆς ∆ύ­σης, ἐ­φα­ρµ­ό­σθη­κε µέ ἀ­πί­στευ­τη ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κή ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα ἀ­πό κά­ποι­ους πα­νε­πι­στη­µ­ι­α­κο­ύς τῆς µή βι­ο­µ­η­χα­νι­κῶς ἀ­νε­πτυ­γµ­έ­νης χώ­ρας µ­ας. Σύσσωµη ἡ «προ­ο­δευ­τι­κή», ἀ­να­νε­ω­τι­κή, ἐκ­συγ­χρο­νι­στι­κή κ.λπ. ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κή κοι­νό­τη­τα υἱ­ο­θέ­τη­σε τήν ἐ­ξω­πρα­γµ­α­τι­κή γιά τά ἑλ­λη­νι­κά δε­δο­µ­έ­να αὐ­τήν θε­ω­ρί­α. Γιά νά δοῦ­µ­ε κα­λύ­τε­ρα πῶς λει­τουρ­γεῖ τό στε­ρε­ό­τυ­πο, ἀ­ξί­ζει τόν κό­πο νά στα­θοῦ­µ­ε λί­γο σ’ αὐ­τό τό ση­µ­εῖ­ο.
Τό συ­µ­πέ­ρα­σµ­α πού συ­νή­γα­γε ἡ «προ­ο­δευ­τι­κή» µ­ας δι­α­νό­η­ση ἀ­πό τήν ἐ­φα­ρµ­ο­γή αὐ­τῆς τῆς θε­ω­ρί­ας, πού θά ἐ­ξε­τά­σου­µ­ε ἀ­µ­έ­σως πα­ρα­κά­τω ἀ­να­λυ­τι­κά, ἦ­ταν ὅ­τι δέν ὑ­φί­στα­ται συ­νέ­χεια τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ ἔ­θνους, ὅ­τι τό σύγ­χρο­νο ἑλ­λη­νι­κό ἔ­θνος εἶ­ναι µία κα­τα­σκευή τῆς «νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας», ὅ­τι ἡ ση­µ­ε­ρι­νή ἑλ­λη­νι­κή συ­νε­ί­δη­ση εἶ­ναι τε­χνη­τό καί βε­βι­α­σµ­έ­νο «ἰ­δε­ο­λό­γη­µ­α» κ.λπ. Φυ­σι­κά, δέν ἔ­κα­ναν τόν κό­πο, οἱ «προ­ο­δευ­τι­κοί» µ­ας δι­α­νο­ο­ύ­µ­ε­νοι, νά µ­ε­λε­τή­σουν τίς πη­γές, νά δι­α­πι­στώ­σουν πρω­το­γε­νῶς πῶς σκε­πτό­ταν καί πῶς αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­ζό­ταν ὁ ῞Ελ­λη­νας τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, για­τί ἔ­γι­νε ἡ µ­ε­γά­λη Ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1821, ποιά ἦ­ταν ἡ πο­λι­τι­στι­κή ἔκ­φρα­ση τοῦ ὑ­πό­δου­λου Ἑλ­λη­νι­σµ­οῦ –καί, ὁ­πωσ­δή­πο­τε, τό κυ­ρί­αρ­χο κα­τά τόν Σο­λω­µό, ἀλ­λά καί πολ­λο­ύς ἄλ­λους– κρι­τή­ριο τῆς γλώσ­σας: τί γλῶσ­σα ὁ­µ­ι­λοῦ­σε ὁ Ἑλ­λη­νι­σµ­ός στο­ύς αἰ­ῶ­νες τῆς µ­α­κρᾶς Ἱ­στο­ρί­ας του; Δι­α­κό­πη­κε πο­τέ ἡ ὁ­µ­ι­λί­α τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας στο­ύς µ­α­κρο­ύς αἰ­ῶ­νες τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου καί τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας στίς ἑλ­λη­νι­κές χῶ­ρες; ποιά ἦ­ταν ἡ γλῶσ­σα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Ποιά ἦ­ταν ἡ γλῶσ­σα τῶν δι­α­νο­ου­µ­έ­νων; Ποιά ἦ­ταν ἡ γλῶσ­σα τῆς ἀλ­λη­λο­γρα­φί­ας µ­ε­τα­ξύ τῶν ὁ­πλαρ­χη­γῶν καί προ­ε­στῶν τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας; Σέ ποιά γλῶσ­σα ἔ­γρα­ψαν τά κε­ί­µ­ε­νά τους οἱ Φα­να­ρι­ῶ­τες; Τί γλῶσ­σα µ­ι­λοῦ­σε το 1600 και το 1700 ὁ ἁ­πλός λα­ός; Σέ ποιά γλῶσ­σα τρα­γου­δοῦ­σε ὁ ἁ­πλός λα­ός τά δη­µ­ο­τι­κά τρα­γο­ύ­δια του; Τί προ­έ­λευ­ση ἔ­χουν τά ἤ­θη καί τά ἔ­θι­µ­α τοῦ λα­οῦ αὐ­τῆς τῆς χώ­ρας; Ποι­ά ἦ­ταν ἡ ἱ­στο­ρι­κή συ­νεί­δη­ση, τά κοι­νά ση­µ­εῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς, τό πλαί­σιο αὐ­το­προσ­δι­ο­ρι­σµ­οῦ αὐ­τοῦ τοῦ λα­οῦ; [ ]
Ἀλ­λά ἄς δοῦ­µ­ε ἄν τά συ­µ­πε­ρά­σµ­α­τα τῶν προ­ο­δευ­τι­κῶν µ­ας δι­α­νο­ου­µ­έ­νων συ­νά­δουν καί πρός το­ύς ἴ­διους το­ύς θε­ω­ρη­τι­κο­ύς το­ύς ὁ­πο­ί­ους ἐ­πι­κα­λοῦν­ται. Ὁ Έρνεστ Γκέλνερ εἶ­χε πολ­λο­ύς λό­γους νά ἀ­σχο­λη­θεῖ µέ τόν ἐ­θνι­κι­σµό: εἶ­χε γεν­νη­θεῖ τό 1925 στήν Πρά­γα, ἀ­να­πτύ­χθη­κε πνευ­µ­α­τι­κά ἀ­νά­µ­ε­σα στήν τσέ­χι­κη καί τήν γε­ρµ­α­νι­κή κουλ­το­ύ­ρα καί ὡς Ἑ­βραῖ­ος δι­ώ­χθη­κε ἀ­πό το­ύς να­ζί. Ἡ τραυ­µ­α­τι­κή του ἐ­µ­πει­ρί­α ἀ­πό τόν ἐ­θνι­κο­σο­σι­α­λι­σµό ἦ­ταν τό ψυ­χο­λο­γι­κό ὑ­πό­στρω­µ­α καί τό ἀρ­χι­κό κί­νη­τρο πού τόν ὤ­θη­σε νά ἀ­σχο­λη­θεῖ σέ πολ­λές µ­ε­λέ­τες του µέ τό ἐ­θνι­κι­στι­κό φαι­νό­µ­ε­νο. Ὁ ἄλ­λος ἐκ­φρα­στής τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ἐ­θνο­γέ­νε­σης, ὁ Έρικ Χομπσμπάουμ, ἐ­πί­σης Ἑ­βραῖ­ος δι­ω­κό­µ­ε­νος ἀ­πό το­ύς να­ζί, στρα­τευ­µ­έ­νος κο­µ­µ­ου­νι­στής, συ­νέ­βα­λε καί αὐ­τός στήν ἀ­νά­λυ­ση τοῦ ἐ­θνι­κι­στι­κοῦ φαι­νο­µ­έ­νου. Οἱ δύ­ο αὐ­τοί σπου­δαῖ­οι ἱ­στο­ρι­κοί ἀ­σχο­λή­θη­καν µέ ἕ­να πο­λύ συγ­κε­κρι­µ­έ­νο ἐ­ρώ­τη­µ­α: πῶς ἡ ἀρ­χι­κά πο­λυ­δι­α­σπα­σµ­έ­νη, φε­ου­δα­λι­κή Εὐ­ρώ­πη, κα­τέ­λη­ξε νά πα­ρα­γά­γει ἐ­θνι­κά κρά­τη καί ἐ­θνι­κι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις πού ὁ­δή­γη­σαν στόν να­ζι­σµό.
Πρά­γµ­α­τι, οἱ δύ­ο αὐ­τοί ἱ­στο­ρι­κοί ἔ­χουν δί­κιο στά συ­µ­πε­ρά­σµ­α­τά τους γιά τήν δη­µ­ι­ουρ­γί­α τῶν σύγ­χρο­νων ἐ­θνῶν στόν χῶ­ρο τῆς ∆υ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης. ῞Ο­ταν δι­α­λύ­θη­κε τό ∆υ­τι­κό Ρω­µ­α­ϊ­κό Κρά­τος, τό 476 µ.Χ., µία παν­σπε­ρµ­ί­α φυ­λῶν χω­ρίς πα­ρελ­θόν καί χω­ρίς ἱ­στο­ρι­κή καί ἐ­θνι­κή συ­νε­ί­δη­ση κα­τέ­κλυ­σε τόν χῶ­ρο τῆς ση­µ­ε­ρι­νῆς ∆υ­τι­κῆς καί Κεν­τρι­κῆς Εὐ­ρώ­πης. Βα­θµ­ια­ῖα, σχη­µ­α­τί­σθη­κε στά ἐ­ρε­ί­πια τοῦ ρω­µ­α­ϊ­κοῦ κρά­τους τό φε­ου­δα­λι­κό σύ­στη­µ­α, στά πλα­ί­σια τοῦ ὁ­πο­ί­ου το­πι­κοί φε­ου­δάρ­χες κυ­βερ­νοῦ­σαν µ­ι­κρά ἤ µ­ε­γά­λα φέ­ου­δα, σέ κα­θε­στώς πρω­τό­γο­νης ἀ­γρο­τι­κῆς οἰ­κο­νο­µ­ί­ας καί ἀ­νυ­παρ­ξί­ας ὀρ­γα­νω­µ­έ­νων κρα­τι­κῶν δο­µ­ῶν. Στα­δια­κά, κα­τά τήν Ἀ­να­γέν­νη­ση, ἐ­µ­φα­νί­σθη­καν οἱ πρῶ­τοι πυ­ρῆ­νες κρα­τῶν, πού ἔ­πα­σχαν ὅ­µ­ως ἀ­πό ἐ­θνο­λο­γι­κή καί πο­λι­τι­σµ­ι­κή ὁ­µ­οι­ο­γέ­νεια. Ἡ Ἀ­να­γέν­νη­ση, ὁ ∆ι­α­φω­τι­σµ­ός, ἡ Βι­ο­µ­η­χα­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση, ἡ ἰ­σχυ­ρο­πο­ί­η­ση τῆς Ἀ­στι­κῆς Τάξης, ἡ δη­µ­ι­ουρ­γί­α ὀρ­γα­νω­µ­έ­νων κρα­τι­κῶν µ­η­χα­νι­σµ­ῶν ὁ­δή­γη­σαν τε­λι­κῶς στήν δι­α­µ­όρ­φω­ση ἰ­σχυ­ρῶν κρα­τῶν.
Οἱ Γκέλνερ-Χομπσμπάουμ ἔ­χουν δί­κιο στό ἑ­ξῆς: ὅ­σο πιό ἀ­νο­µ­οι­ο­γε­νές ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κά ἦ­ταν ἕ­να εὐ­ρω­πα­ϊ­κό κρά­τος, τό­σο πιό ἰ­σχυ­ρές ἦ­ταν οἱ προ­σπά­θει­ες ὁ­µ­ο­γε­νο­πο­ί­η­σής του. Τέτοιες προ­σπά­θει­ες ἦ­ταν δυ­να­τόν νά ὁ­δη­γή­σουν –καί στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς Γε­ρµ­α­νί­ας ὁ­δή­γη­σαν– στήν ἐ­µ­φά­νι­ση τοῦ πα­ρα­λη­ρη­µ­α­τι­κοῦ σω­βι­νι­σµ­οῦ. Τοῦ ὁ­πο­ί­ου κύ­ρια θύ­µ­α­τα ὑ­πῆρ­ξαν ὡς ἀ­πο­δι­ο­πο­µ­παῖ­οι τρά­γοι οἱ Ἑ­βραῖ­οι, ἐκ τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν «πα­ρα­φω­νί­α» στο­ύς κόλ­πους ἑ­νός κρά­τους πού ἐ­πε­δί­ω­κε µέ µ­α­νί­α τήν πλή­ρη ὁ­µ­ο­γε­νο­πο­ί­η­σή του.
Τί σχέ­ση ἔ­χουν ὅ­λα αὐ­τά µέ τήν ἑλ­λη­νι­κή ἱ­στο­ρί­α καί πρα­γµ­α­τι­κό­τη­τα; Ἀ­πο­λύ­τως κα­­µ­ί­α. ῞Ο­ταν τό ∆υ­τι­κό Ρω­µ­α­ϊ­κό Κρά­τος δι­α­λύ­θη­κε τό 476, τό Ἀ­να­το­λι­κό Ρω­µ­α­ϊ­κό Κρά­τος ὄ­χι µόνον ἐ­πε­βί­ω­σε µέ ἐ­πι­τυ­χί­α, ἀλ­λά ἐ­ξε­λί­χθη­κε σέ παγ­κό­σµ­ια ὑ­περ­δύ­να­µ­η τοῦ Με­σα­ί­ω­να. Ἐ­νῷ ἡ Δυ­τι­κή Εὐ­ρώ­πη βί­ω­νε τό χι­λι­ό­χρο­νο δρᾶ­µ­α της, σέ κα­τά­στα­ση τρα­γι­κῆς ὑ­πα­νά­πτυ­ξης καί πνευ­µ­α­τι­κοῦ σκό­τους, τό Βυ­ζάν­τιο (Ρω­µ­α­νί­α γιά το­ύς συγ­χρό­νους του) βί­ω­νε µία ἐ­πο­χή ἀ­κµ­ῆς, ἦ­ταν ὀρ­γα­νω­µ­έ­νο κρά­τος µέ δη­µ­ό­σια δι­ο­ί­κη­ση, ἐκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­µ­α, κοι­νω­νι­κή πρό­νοι­α, ἐ­ξα­γω­γι­κό ἐ­µ­πό­ριο καί, κυ­ρί­ως, παγ­κό­σµ­ια πο­λι­τι­στι­κή ἀ­κτι­νο­βο­λί­α. ῞Ο­ταν, ἀν­τι­θέ­τως, ἡ ∆ύ­ση εἰ­σῆλ­θε σέ ἐ­πο­χή στα­δια­κῆς ἀ­νά­πτυ­ξης, ὁ βυ­ζαν­τι­νός κό­σµ­ος ὅ­δευ­ε πρός τό τέ­λος του, κι ὅ­ταν ἡ ∆υ­τι­κή Εὐ­ρώ­πη συγ­κλο­νι­ζό­ταν ἀ­πό τήν Ἀ­να­γέν­νη­ση, τόν ∆ι­α­φω­τι­σµό καί τήν Βι­ο­µ­η­χα­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση, ὁ Ἑλ­λη­νι­σµ­ός βί­ω­νε τόν δι­κό του, τρα­γι­κό Με­σα­ί­ω­να τοῦ σκό­τους καί τῆς δου­λε­ί­ας.
Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἐ­θνο­γέ­νε­σης, λοι­πόν, ὅ­πως τήν πε­ρι­γρά­φουν οἱ Γκέλνερ καί Χομπσμπάουμ, ἀ­φο­ρᾶ ἕ­ναν κό­σµ­ο πού πέ­ρα­σε ἀ­πό τίς φά­σεις τοῦ φε­ου­δα­λι­κοῦ Με­σαί­ω­να, τῆς Ἀ­να­γέν­νη­σης, τοῦ ∆ι­α­φω­τι­σµ­οῦ καί τῆς Βι­ο­µ­η­χα­νι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης, δι­α­δι­κα­σί­ες πού ἀ­που­σι­ά­ζουν παν­τε­λῶς ἀ­πό τήν ἑλ­λη­νι­κή ‘Ιστο­ρί­α λό­γῳ τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Πῶς, λοι­πόν, ἐ­φα­ρµ­ό­ζε­ται µ­έ τό­ση ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα στήν ἑλ­λη­νι­κή ‘Ι­στο­ρί­α;
Ὁ Ἑλ­λη­νι­σµ­ός, µ­ε­τά τήν ἀ­πορ­ρό­φη­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­στι­κοῦ κό­σµ­ου ἀ­πό το­ύς Ρω­µ­α­ί­ους, συ­νέ­χι­σε νά κυ­ρια­ρχεῖ πο­λι­τι­στι­κά στά πλα­ί­σια τῆς Ρω­µ­α­ϊ­κῆς Κο­σµ­ο­κρα­το­ρί­ας (ὁ µ­ε­γα­λύ­τε­ρος ἱ­στο­ρι­κός τοῦ Εἰ­κο­στοῦ Αἰ­ῶ­να, ὁ ‘Άρνολντ Τόινμπι θε­ω­ρεῖ τήν Ρώµη µία ἁ­πλῆ πα­ραλ­λα­γή καί ἔκ­φαν­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κό­σµ­ου). Ὁ ἐκ­χρι­στι­α­νι­σµ­ός τοῦ ρω­µ­α­ϊ­κοῦ κρά­τους δη­µ­ι­ο­ύρ­γη­σε, µέσα ἀ­πό πολ­λές πε­ρι­πέ­τει­ες, µία νέ­α πο­λι­τι­στι­κή σύν­θε­ση, τόν ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξο βυ­ζαν­τι­νό κό­σµ­ο. Ἡ συ­νε­ί­δη­ση τοῦ ῞Ελ­λη­να ὀρ­θό­δο­ξου, ὑ­πη­κό­ου τοῦ ρω­µ­α­ϊ­κοῦ κρά­τους, ὁ­δή­γη­σε στήν ἔν­νοι­α τοῦ Ρω­µ­η­οῦ: εἶ­ναι ἕ­να νέ­ο στά­διο τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­ας, πού ἀ­σφα­λῶς ὑ­πέ­στη δι­α­δο­χι­κές µ­ε­ταλ­λα­γές καί πέ­ρα­σε ἀ­πό πολ­λές φά­σεις στίς χι­λι­ε­τί­ες τῆς Ἱ­στο­ρί­ας του. Οἱ ἐν συ­νε­χε­ί­ᾳ φυ­λε­τι­κές ἀ­να­µ­ε­ί­ξεις τοῦ Ἑλ­λη­νι­σµ­οῦ (κυ­ρί­ως µέ Σλα­ύ­ους, Φράγ­κους καί Ἀλ­βα­νο­ύς) κα­τά τόν Με­σα­ί­ω­να, ὄ­χι µόνον δέν δι­έ­σπα­σαν τήν ἑλ­λη­νι­κή συ­νε­ί­δη­ση καί πο­λι­τι­στι­κή ἔκ­φρα­ση, ἀλ­λά τήν ἐν­δυ­νά­µ­ω­σαν µέ νέ­α δυ­να­µ­ι­κή.
Οἱ µ­ε­τα­να­στευ­τι­κές εἰσ­ρο­ές ὁ­δη­γοῦ­σαν σέ ἀ­φο­µ­ο­ί­ω­ση τῶν µ­ε­τα­να­στῶν («το­ύς Σλα­ύ­ους γραι­κώ­σας», γρά­φει γιά τόν πα­τέ­ρα του Βα­σί­λει­ο Α΄ ὁ Λέων ὁ Σο­φός στά Βα­σι­λι­κά του, ἐ­νῷ ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­µ­ε τήν πρω­το­πο­ρια­κή δρά­ση τῶν Ἀρ­βα­νι­τῶν καί τῶν λα­τι­νο­γε­νῶν Βλά­χων στήν Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση καί σέ ὅ­λους το­ύς ἐ­θνι­κο­ύς ἀ­γῶ­νες). Χρει­ά­ζε­ται ἰ­δι­α­ί­τε­ρη ἐ­µ­µ­ο­νή σέ µία βι­ο­λο­γι­κή φυ­λε­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, γιά νά µήν ἀν­τι­λα­µ­βά­νε­ται κα­νε­ίς τήν ἀ­φο­µ­οι­ω­τι­κή λει­τουρ­γί­α τῶν πο­λι­τι­σµ­ῶν. [ ]
Οἱ βα­θύ­τε­ρες ρί­ζες τῆς σύγ­χρο­νης ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­θνι­κῆς συ­νε­ί­δη­σης φθά­νουν πί­σω ὥς τήν ὁ­µ­η­ρι­κή ἐ­πο­χή, καί δι­ή­νυ­σαν χι­λι­ε­τί­ες πρίν φθά­σου­µ­ε στήν Τουρ­κο­κρα­τί­α καί στήν Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση. ῞Ο­ποι­ος δέν ἔ­χει µ­ε­λε­τή­σει σέ βά­θος τά ὁ­µ­η­ρι­κά ἔ­πη, τόν Ἐ­πι­τά­φιο τοῦ Πε­ρι­κλέ­ους, τίς δη­µ­η­γο­ρί­ες τοῦ Ἰ­σο­κρά­τους, ὅ­ποι­ος δέν ἔ­χει δι­α­βά­σει προ­σε­κτι­κά τήν Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Με­γά­λου Ἀ­λε­ξάν­δρου καί τῶν ∆ι­α­δό­χων τοῦ Gustav Droysen, ὅ­ποι­ος δέν γνω­ρί­ζει τί γρά­φει ὁ Λέων ὁ Σο­φός στά Βα­σι­λι­κά του γιά τόν ἐ­ξελ­λη­νι­σµό τῶν Σλα­ύ­ων, κι ὅ­ποι­ος δέν ἐ­µ­βά­θυ­νε στοι­χει­ω­δῶς στήν ὑ­στε­ρο­βυ­ζαν­τι­νή πο­ί­η­ση ὅ­πως καί στό ἔρ­γο τῆς Ἑ­λέ­νης Γλύ­κα­τζη-Ἀρ­βε­λέρ γιά τήν Πο­λι­τι­κή Ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἄν κά­ποι­ος δέν δι­ά­βα­σε µ­ε­τα­βυ­ζαν­τι­νή λο­γο­τε­χνί­α, ἀ­κρι­τι­κά ἔ­πη καί κλέ­φτι­κα τρα­γο­ύ­δια, ἀλ­λά καί Νε­ο­ελ­λη­νι­κό ∆ι­α­φω­τι­σµό, καί δέν µελέτησε ἐ­µ­βρι­θῶς τίς ἑλ­λη­νι­κές κοι­νό­τη­τες τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, σί­γου­ρα δέν µ­πο­ρεῖ νά συλ­λά­βει τήν πολυκύµαντη καί θυ­ελ­λώ­δη δι­α­δρο­µή τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­θνι­κῆς συ­νε­ί­δη­σης.
Ὁ σο­φός Γκέλνερ τό ξέ­ρει κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό το­ύς ἐν Ἑλ­λά­δι ἀν­τι­γρα­φεῖς του: «Ἡ πρώ­τη ἐ­θνι­κι­στι­κή ἐ­ξέ­γερ­ση ἔ­λα­βε χώ­ρα λί­γα χρό­νια µ­ε­τά τό Συ­νέ­δριο τῆς Βι­έν­νης καί ἦ­ταν ἡ ἑλ­λη­νι­κή», γρά­φει στό ἔρ­γο του Ἐ­θνι­κι­σµ­ός: πο­λι­τι­σµ­ός, πί­στη καί ἐ­ξου­σί­α [σέ ἑλ­λη­νι­κή µ­ε­τά­φρα­ση ἀ­πό τίς ἐκ­δό­σεις Ἀ­λε­ξάν­δρεια, Ἀ­θή­να 2002, σ. 69-70]. Καί συ­νε­χί­ζει: «Θά ἦ­ταν ἄ­σκο­πο νά ἀρ­νη­θοῦ­µ­ε ὅ­τι ὁ­ρι­σµ­έ­να γνω­ρί­σµ­α­τά της συ­νι­στοῦν κά­ποι­ο πρό­βλη­µ­α γιά τήν θε­ω­ρί­α µ­ας, ἡ ὁ­πο­ί­α συν­δέ­ει τόν ἐ­θνι­κι­σµό µέ τόν βι­ο­µ­η­χα­νι­σµό. Τό Να­ύ­πλιο (πρώ­τη πρω­τε­ύ­ου­σα τῆς Ἀ­νε­ξάρ­τη­της Ἑλ­λά­δας) καί ἡ Ἀ­θή­να τοῦ πρώ­ι­µ­ου 19ου αἰ­ῶ­να πα­ρου­σί­α­ζαν ἐ­λά­χι­στη ὁ­µ­οι­ό­τη­τα µέ τό Μάντσεστερ τοῦ ῎Ενγκελς, ἐ­νῷ ὁ Μο­ριᾶς δέν ἔ­µ­οια­ζε µέ τά λαγ­κά­δια τοῦ Λάνκασαϊαρ… εἶ­ναι εὔ­λο­γη ἡ ὑ­πο­ψί­α ὅ­τι ἀρ­χι­κά τό ἑλ­λη­νι­κό ἐ­θνι­κό κί­νη­µ­α δέν ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε σ’ ἕ­να ὁ­µ­οι­ο­γε­νές νε­ω­τε­ρι­κό ἐ­θνι­κό κρά­τος, ἀλ­λά µ­ᾶλ­λον… νά ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τήν Ὀ­θω­µ­α­νι­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α µ’ ἕ­να νέ­ο Βυ­ζάν­τιο». ∆ι­αυ­γέ­στα­τη ἀ­νά­λυ­ση. Καί δι­α­πι­στώ­νει ὁ ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κά ἔν­τι­µ­ος Γκέλνερ: «Σέ γε­νι­κές γρα­µ­µ­ές, ὄ­χι µόνο ὁ ἑλ­λη­νι­κός, ἀλ­λά ὅ­λοι οἱ βαλ­κα­νι­κοί ἐ­θνι­κι­σµ­οί φα­ί­νε­ται νά συ­νι­στοῦν µ­εῖ­ζον πρό­βλη­µ­α γι’ αὐ­τήν τήν θε­ω­ρί­α, ἄν λά­βου­µ­ε ὑ­π’ ὄ­ψιν τήν κα­θυ­στέ­ρη­ση τῶν Βαλ­κα­νί­ων σύ­µ­φω­να µέ τά κρι­τή­ρια τοῦ βι­ο­µ­η­χα­νι­σµ­οῦ καί τῆς νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας».
Οἱ δι­ά­φο­ροι κα­θη­γη­τές τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν πα­νε­πι­στη­µ­ί­ων, πού βι­ά­στη­καν ἀ­πρό­σε­κτα νά ἐ­φα­ρµ­ό­σουν τήν θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­θνο­γέ­νε­σης στήν ἑλ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση, ὑ­πο­βάλ­λον­τάς µ­ας τήν ἰ­δέ­α ὅ­τι τό ἑλ­λη­νι­κό ἔ­θνος εἶ­ναι µία τε­χνη­τή κα­τα­σκευή τῆς Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, ἀ­σφα­λῶς δέν πρό­σε­ξαν τί γρά­φει ὁ ἴ­διος ὁ Γκέλνερ στήν σε­λί­δα 144-45 τοῦ ἐν λό­γῳ βι­βλί­ου του (πού σύ­µ­φω­να µέ αὐ­τά πού ἔ­γρα­ψε στόν πρό­λο­γο ὁ γυι­ός –ἐ­πί­σης κα­θη­γη­τής– τοῦ συγ­γρα­φέ­α: «…εἶ­ναι ἡ τε­λευ­τα­ί­α του λέ­ξη στό θέ­µ­α τοῦ ἐ­θνι­κι­σµ­οῦ. Ἀν­τι­προ­σω­πε­ύ­ει ἐ­πί­σης τήν πιό ὥ­ρι­µ­η ἀ­νά­λυ­σή του…»). Γρά­φει λοι­πόν στό τέ­λος τοῦ βι­βλί­ου του ὁ Γκέλνερ: «Ἡ δι­κή µ­ου ἄ­πο­ψη εἶ­ναι ὅ­τι κά­ποι­α ἔ­θνη δι­α­θέ­τουν αὐ­θεν­τι­κο­ύς ἀρ­χα­ί­ους ὀ­µ­φα­λο­ύς, ἄλ­λα ἔ­χουν ὀ­µ­φα­λο­ύς πού ἐ­πι­νο­ή­θη­καν γιά χά­ρη τους ἀ­πό τήν ἴ­δια τήν ἐ­θνι­κι­στι­κή τους προ­πα­γάν­δα καί ἄλ­λα δέν ἔ­χουν κα­θό­λου ὀ­µ­φα­λό. Πι­στε­ύ­ω ἀ­κό­µ­η ὅ­τι ἡ µ­ε­σα­ί­α κα­τη­γο­ρί­α εἶ­ναι µέχρι στι­γµ­ῆς ἡ µ­ε­γα­λύ­τε­ρη, ἀλ­λά εἶ­µ­αι ἀ­νοι­χτός στίς δι­ορ­θώ­σεις πού θά ὑ­πο­δε­ί­κνυ­ε µία ἱ­στο­ρι­κή ἔ­ρευ­να. Σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, νά πῶς πρέ­πει νά δι­α­τυ­πω­θεῖ τό ὅ­λο ζή­τη­µ­α».[]


Νά πῶς λει­τουρ­γεῖ ἡ πα­νε­πι­στη­µ­ια­κή κοι­νό­τη­τα στήν Ἑλ­λά­δα


Οἱ αὐ­τό­κλη­τοι εἰ­σα­γω­γεῖς πα­ρό­µ­οι­ων ξέ­νων θε­ω­ρι­ῶν, προ­σα­ρµ­ο­σµ­έ­νων κα­ταλ­λή­λως ὥ­στε νά ἐ­φα­ρµ­ο­σθοῦν στήν ἑλ­λη­νι­κή ‘Ι­στο­ρί­α κα­τά τό δο­κοῦν, προ­σπα­θοῦν νά ἐ­µ­φα­νί­σουν τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι τό Ἑλ­λη­νι­κό ῎Ε­θνος εἶ­ναι ἕ­να τε­χνη­τό κα­τα­σκε­ύ­α­σµ­α ἐ­θνι­κι­στῶν ἱ­στο­ρι­κῶν καί ἀ­κρο­δε­ξι­ῶν προ­πα­γαν­δι­στῶν. ῞Ο­τι στήν οὐ­σί­α οἱ κά­τοι­κοι αὐ­τῆς τῆς χώ­ρας, µία παν­σπε­ρµ­ί­α Ἀλ­βα­νῶν, Σλα­ύ­ων, Βλά­χων, Σα­ρα­κα­τσά­νων καί ἄλ­λων ἀ­προσ­δι­ο­ρί­στου προ­ε­λε­ύ­σε­ως µ­ε­το­ί­κων, ἀ­πο­φά­σι­σαν µία ὡ­ρα­ί­α πρω­ί­α νά ἐ­πα­να­στα­τή­σουν ἔ­τσι χω­ρίς λό­γο, µ­ᾶλ­λον λό­γῳ ἀ­ναρ­χι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρος, δι­ά­θε­σης γιά πλι­ά­τσι­κο καί ἐξ αἰ­τί­ας ἐ­θνι­κι­στι­κῶν προ­κα­τα­λή­ψε­ων ἐ­ναν­τί­ον τῶν Το­ύρ­κων. Ἡ Ὀ­θω­µ­α­νι­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α ἦ­ταν, φα­ί­νε­ται, ἕ­να πο­λυ­ε­θνι­κό πο­λυ­πο­λι­τι­σµ­ι­κό κρά­τος, ὅ­που δι­α­βι­οῦ­σαν ἁ­ρµ­ο­νι­κά δι­ά­φο­ρες ἐ­θνό­τη­τες χω­ρίς πολ­λά προ­βλή­µ­α­τα. Ἰ­δε­ο­λο­γι­κό ἐ­πί­χρι­σµ­α σ’ αὐ­τήν τήν ἐκ­δή­λω­ση ἀ­ναρ­χί­ας ἔ­δω­σε ὁ ἀ­πό­η­χος τῆς Γαλ­λι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης καί ἡ ἐ­πί­δρα­σή της σέ κά­ποι­ους δι­α­νο­ου­µ­έ­νους, πού ἀ­πο­φά­σι­σαν νά ἐ­πι­βά­λουν στα­νι­κά τήν δη­µ­ι­ουρ­γί­α ἐ­λε­ύ­θε­ρου κρά­τους στο­ύς εὐ­χα­ρι­στη­µ­έ­νους ρα­γι­ά­δες.
Μπο­ρεῖ αὐ­τά νά ἠ­χοῦν εἰ­ρω­νι­κά, ἀλ­λά δέν εἶ­ναι. Εἶ­ναι ἁ­πλῶς αὐ­τά πού πο­λύ σο­βα­ρά δη­µ­ο­σι­εύ­ουν οἱ «προ­ο­δευ­τι­κοί» µ­ας δι­α­νο­ού­µ­ε­νοι στόν ἑλ­λη­νι­κό Τύ­πο καί σέ ἑλ­λη­νι­κά «ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κά» κε­ί­µ­ε­να. ῎Ας δοῦ­µ­ε µ­ε­ρι­κά πα­ρα­δε­ί­γµ­α­τα.
Κυ­ρια­κή 24 Μαρ­τί­ου 2002
(Πα­ρα­µ­ο­νή τῆς ἐ­θνι­κῆς ἑ­ορ­τῆς.)





Ὁ κ. Πέτρος Πι­ζά­νιας, τα­κτι­κός κα­θη­γη­τής τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας στό Ἰόνιο Πα­νε­πι­στή­µ­ιο, δη­µ­ο­σι­ε­ύ­ει ἐ­κτε­νέ­στα­το ἄρ­θρο στήν ἐ­φη­µ­ε­ρί­δα Κα­θη­µ­ε­ρι­νή, µέ τί­τλο, «Ἀ­πό το­ύς Γα­ζῆ­δες ὥς τήν ὀ­θω­µ­α­νι­κή ὁ­λο­κλή­ρω­ση» (σ. 5). Ἀ­φοῦ χα­ρα­κτη­ρί­ζει «ἀ­τε­λέ­στα­τη κο­σµ­ο­κρα­το­ρί­α» (!) τόν ἑλ­λη­νι­στι­κό κό­σµ­ο πού δη­µ­ι­ο­ύρ­γη­σε ὁ Μέγας Ἀ­λέ­ξαν­δρος, ἔρ­χε­ται στόν 13ο αἰ­ῶ­να, ὅ­ταν ἐ­µ­φα­νί­σθη­καν οἱ «Γα­ζῆ­δες ἱπ­πό­τες τῆς ἡ­µ­ι­σε­λή­νου», ὅ­πως ἐ­πί λέ­ξει ἀ­πο­κα­λεῖ το­ύς πρώ­τους Το­ύρ­κους ἐ­πι­δρο­µ­εῖς. Προ­φα­νῶς ὁ κ. Πι­ζά­νιας χρη­σι­µ­ο­ποι­εῖ τόν ὅ­ρο «ἱπ­πό­τες» γιά νά ἀ­πο­δώ­σει ἱπ­πο­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στο­ύς µ­ογ­γο­λι­κῆς προ­ε­λε­ύ­σε­ως Τουρ­κο­µ­ά­νους ἐ­πι­δρο­µ­εῖς. Πρέ­πει ἐ­δῶ νά ὑ­πεν­θυ­µ­ί­σου­µ­ε στόν κ. Πι­ζά­νια ὅ­τι ὁ ὅ­ρος «ἱπ­πό­της» ἔ­χει συγ­κε­κρι­µ­έ­να κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κά καί ἱ­στο­ρι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: ἱπ­πό­της (ἄς δι­α­βά­σει τό κλασ­σι­κό ἔρ­γο τοῦ Μ. Μπλοχ Ἡ Φε­ου­δα­λι­κή Κοι­νω­νί­α, ἔ­χει µ­ε­τα­φρα­στεῖ καί στά ἑλ­λη­νι­κά) εἶ­ναι ὁ ἀ­νή­κων στήν κλη­ρο­νο­µ­ι­κή φε­ου­δα­λι­κή ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α τῶν Εὐ­ρω­πα­ί­ων γαι­ο­κτη­µ­ό­νων τοῦ Με­σα­ί­ω­να, συν­δέ­ε­ται µέ τήν µ­α­κρα­ί­ω­νη κα­το­χή γαι­ῶν καί τήν κυ­ρι­αρ­χί­α ἐ­πί τῶν αὐ­το­χθό­νων πλη­θυ­σµ­ῶν καί εἶ­ναι µία κοι­νω­νι­κή κα­τη­γο­ρί­α ἰ­δι­ό­τυ­πη, πού ἀ­να­πτύ­χθη­κε ἀ­πο­κλει­στι­κά ἐ­πί δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κοῦ ἐ­δά­φους το­ύς Μέσους Αἰ­ῶ­νες. Ἀ­να­λο­γί­ες, ἀλ­λά ὄ­χι τα­ύ­τι­ση, ὑ­πάρ­χει µέ το­ύς Ἰάπωνες Σα­µ­ου­ρά­ι, ἐ­πί­σης γαι­ο­κτή­µ­ο­νες µέ αὐ­το­νο­µ­ί­α ἔ­ναν­τι τῆς κεν­τρι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας. Τί σχέ­ση ἔ­χουν ὅ­λ’ αὐ­τά µέ το­ύς νο­µ­ά­δες ἐ­κτρο­φεῖς ἀ­λό­γων καί αἰ­γο­προ­βά­των, κοι­µ­ώ­µ­ε­νους σέ σκη­νές καί τρώ­γον­τες ἀ­πο­ξη­ρα­µ­έ­νο κρέ­ας κα­µ­ή­λας πε­ρι­φε­ρό­µ­ε­νους Τουρ­κο­µ­ά­νους τοῦ 13ου αἰ­ῶ­να;
Ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει καί συ­νέ­χεια: Οἱ ἐ­πι­δρο­µ­ές τῶν Γα­ζή­δων, γρά­φει ὁ κ. Πι­ζά­νιας, «δέν δι­έ­φε­ραν ὡς πρός τήν πρα­κτι­κή καί τό κί­νη­τρο πού χα­ρα­κτή­ρι­ζαν τίς ἐ­πι­δρο­µ­ές τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν καί τῶν ∆υ­τι­κῶν» (sic).
Ἐ­δῶ ἐ­ξο­µ­οι­ώ­νε­ται ἕ­να ἰ­σχυ­ρό, οἰ­κο­νο­µ­ι­κά ἀ­νε­πτυ­γµ­έ­νο καί πο­λι­τι­κά ὀρ­γα­νω­µ­έ­νο κρά­τος, µ­έ παγ­κό­σµ­ια πο­λι­τι­στι­κή ἀ­κτι­νο­βο­λί­α, ὅ­πως τό Βυ­ζάν­τιο, µέ πε­ρι­πλα­νώ­µ­ε­να βαρ­βα­ρι­κά φῦ­λα πού λή­στευ­αν τόν πλοῦ­το του. Ἀλ­λά ὁ κ. Πι­ζά­νιας ἔ­χει ἄλ­λη ἄ­πο­ψη γιά τό Βυ­ζάν­τιο. Ἀ­να­φέ­ρει λί­γο πά­ρα κά­τω «τό γνω­στό ἀ­πό το­ύς πρώ­τους αἰ­ῶ­νες τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου πρό­τυ­πο τῆς κλει­στῆς οἰ­κο­νο­µ­ί­ας καί κοι­νω­νί­ας, καί τῆς ἀ­πό­λυ­της θε­ο­κρα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας». ῞Ο­σο γιά τήν «κλει­στή οἰ­κο­νο­µ­ί­α» τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, πα­ρα­πέ­µ­που­µ­ε τόν κ. Πι­ζά­νια στήν κλασ­σι­κή Ἱ­στο­ρί­α τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τοῦ µ­αρ­ξι­στῆ Ρώσ­σου ἱ­στο­ρι­κοῦ Μ. Β. Λεβτσένκο [Ἱ­στο­ρί­α τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἐκ­δό­σεις Ἀ­να­γνω­στί­δη, σ. 30-31 καί ἀλ­λοῦ], ὅ­που ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῶν συ­ναλ­λα­γῶν καί στήν κα­τά­κτη­ση νέ­ων ἀ­γο­ρῶν, κα­θώς καί στίς τε­ρά­στι­ες ἐ­ξα­γω­γές βυ­ζαν­τι­νῶν προ­ϊ­όν­των σ’ ὅ­λον τόν κό­σµ­ο. Τά ἴ­δια γρά­φουν καί ὅ­λες οἱ κλασ­σι­κές βυ­ζαν­τι­νές ἱ­στο­ρί­ες, ἡ δέ ἀ­εί­µ­νη­στη Ἀγ­γε­λι­κή Λα­ΐ­ου, κα­θη­γή­τρια τοῦ Χάρβαρντ, ἀ­κα­δη­µ­α­ϊ­κός καί πρώ­ην ὑ­πουρ­γός τῆς κυ­βερ­νή­σε­ως Ση­µ­ί­τη, πα­ρου­σι­ά­ζει, στά κλασ­σι­κά ἔρ­γα της γιά τήν βυ­ζαν­τι­νή οἰ­κο­νο­µ­ί­α, πού ἀ­σφα­λῶς ἔ­χει ὑ­π’ ὄ­ψιν του ὁ κ. Πι­ζά­νιας, τήν βυ­ζαν­τι­νή οἰ­κο­νο­µ­ί­α κα­θό­λου «κλει­στή», ἀλ­λά ἐ­ξω­στρε­φῆ καί ἀ­νοι­χτή. ῞Ο­σο γιά τήν «κλει­στή» βυ­ζαν­τι­νή κοι­νω­νί­α, κλει­στή εἶ­ναι µία κοι­νω­νί­α χω­ρίς κοι­νω­νι­κή κι­νη­τι­κό­τη­τα, π.χ. ἡ ἰν­δι­κή µέ τίς κά­στες της. Ἀ­πε­ναν­τί­ας στό Βυ­ζάν­τιο ὑ­πῆρ­χε πλή­ρης κι­νη­τι­κό­τη­τα, χω­ρι­κοί ὅ­πως ὁ Ἰ­ου­στί­νος ἤ ὁ Βα­σί­λει­ος Α΄ ὁ Μα­κε­δών ἔ­γι­ναν αὐ­το­κρά­το­ρες, ἀλ­λά καί οὔ­τε ἡ φυ­λε­τι­κή κα­τα­γω­γή ἔ­παι­ζε ρό­λο, δι­ό­τι αὐ­το­κρά­το­ρες ἔ­γι­ναν Ἀ­ρµ­έ­νιοι, Γε­ωρ­για­νοί, Σλα­ύ­οι κ.λπ.
Ὁ κ. Πι­ζά­νιας ἐ­πα­νῆλ­θε δρι­µ­ύ­τε­ρος τήν Κυ­ρια­κή 4 Ἀ­πρι­λί­ου 2004 καί πά­λι στήν φι­λό­ξε­νη Κα­θη­µ­ε­ρι­νή (σ. 5), µέ νέ­ο ἄρ­θρο, ὑ­πό τόν τί­τλο «Κα­τα­γω­γι­κοί µ­ῦ­θοι καί πο­λι­τι­κό σχέ­διο τοῦ ᾽21» καί τόν ἐκ­πλη­κτι­κό ὑ­πό­τι­τλο ἐ­πί λέ­ξει: «Ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση δέν εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σµ­α τῆς ἀ­γα­νά­κτη­σης τοῦ λα­οῦ, ἀλ­λά ἡ ἐ­φα­ρµ­ο­γή τῆς ἀ­πό­φα­σης τῶν δι­α­νο­ο­ύ­µ­ε­νων δι­α­φω­τι­στῶν», ὅ­που γρά­φει τά ἑ­ξῆς: «Τό προ­ε­πα­να­στα­τι­κό ἔρ­γο τῶν Ἑλ­λή­νων δι­α­φω­τι­στῶν δι­α­νο­ο­ύ­µ­ε­νων εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­νό­η­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ταυ­τό­τη­τας τῶν Ἑλ­λή­νων, ἡ δι­ά­δο­σή της µέσῳ πε­ρι­ο­δι­κῶν, φυλ­λα­δί­ων καί βι­βλί­ων (ἐ­ρώ­τη­ση δι­κή µ­ου: πῶς σ’ ἕ­ναν λαό ἀ­ναλ­φά­βη­το, ποι­µ­έ­νων καί χω­ρι­κῶν, δι­α­δό­θη­κε ἡ «ἐ­πι­νο­η­µ­έ­νη ἐ­θνι­κή ταυ­τό­τη­τα» µέσῳ βι­βλί­ων; Οἱ κλέ­φτες, οἱ ἁ­ρµ­α­το­λοί καί οἱ ἀ­γω­νι­στές ἤ­ξε­ραν νά δι­α­βά­ζουν;) καί τέ­λος ἡ ἀ­νύ­ψω­σή της σέ πο­λι­τι­κή ἰ­δε­ο­λο­γί­α». Ἀλ­λά ἀ­κοῦ­στε καί τήν συ­νέ­χεια: «Στά σχο­λι­κά ἐγ­χει­ρί­δια, στίς ἐ­πε­τε­ί­ους ὅ­πως ἡ ση­µ­ε­ρι­νή, µ­ᾶς δι­δά­σκουν ὅ­τι ὁ λα­ός δέν ἄν­τε­χε πλέ­ον τή σκλα­βιά καί ἐ­ξε­γέρ­θη­κε. Ὁ λα­ϊ­κι­σµ­ός, δι­ά­χυ­τος στήν κοι­νω­νί­α µ­ας ἐ­πί δε­κα­ε­τί­ες, δέν ἀ­φή­νει ἥ­συ­χη οὔ­τε τήν ἱ­στο­ρί­α οὔ­τε πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν λαό. Στήν πρα­γµ­α­τι­κό­τη­τα κα­µ­µ­ί­α ἀ­ξι­ο­ση­µ­ε­ί­ω­τη λα­ϊ­κή ἐ­ξέ­γερ­ση δέν ἔ­γι­νε στήν ἀρχή τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης µέ ἐ­ξα­ί­ρε­ση αὐ­τήν τοῦ Ἀν­τω­νί­ου Οἰ­κο­νό­µ­ου στήν ῞Υ­δρα καί ἴ­σως στή Σάµο. Ἡ ἀ­που­σί­α ση­µ­αν­τι­κῶν ἐ­ξε­γέρ­σε­ων ὀ­φε­ί­λε­ται ἐν πολ­λοῖς στό γε­γο­νός ὅ­τι τό ὀ­θω­µ­α­νι­κό αὐ­το­κρα­το­ρι­κό σύ­στη­µ­α εἶ­χε ἐ­µ­πε­δώ­σει µ­η­χα­νι­σµ­ο­ύς συ­να­ί­νε­σης µέ τίς το­πι­κές ἀ­γρο­τι­κές κοι­νω­νί­ες. Καί ἡ συ­να­ί­νε­ση αὐ­τή ἦ­ταν ἀρ­κε­τά λει­τουρ­γι­κή ἀ­κό­µ­η καί τίς πα­ρα­µ­ο­νές τοῦ ᾽21. Στίς λί­γες πε­ρι­πτώ­σεις πού ἡ συ­να­ί­νε­ση δέν λει­τουρ­γοῦ­σε, ὅ­πως στήν πε­ρί­πτω­ση τῶν Σου­λι­ω­τῶν, τό­τε καί µόνο τό αὐ­το­κρα­το­ρι­κό κρά­τος χρη­σι­µ­ο­ποι­οῦ­σε τή βί­α. Τό ᾽21 δέν εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σµ­α τῆς ἀ­γα­νά­κτη­σης τοῦ λα­οῦ, ἀλ­λά ἡ ἐ­φα­ρµ­ο­γή ἑ­νός προ­α­πο­φα­σι­σµ­έ­νου σχε­δί­ου [ ] Προ­α­πο­φα­σι­σµ­έ­νου ἐν πολ­λοῖς ἀ­πό το­ύς δι­α­νο­ο­ύ­µ­ε­νους δι­α­φω­τι­στές πού συγ­κρό­τη­σαν καί ἀ­νέ­πτυ­ξαν τήν κα­τ’ ἐ­ξο­χήν ἐ­πα­να­στα­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση τῶν Ἑλ­λή­νων, τή Φι­λι­κή Ἑ­ται­ρε­ί­α, ὑ­πό τήν ἐ­πιρ­ροή τοῦ γαλ­λι­κοῦ ἰ­­α­κω­βι­νι­σµ­οῦ» (sic!).
Ὁ κ. Πι­ζά­νιας, ὅ­πως φα­ί­νε­ται, εἶ­ναι φα­να­τι­κός ὀ­πα­δός τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῆς συ­νω­µ­ο­σί­ας. Ὁ­λό­κλη­ρη Ἐ­πα­νά­στα­ση, πού ξε­σή­κω­σε ἕ­ναν ὁ­λό­κλη­ρο λαό καί µάλιστα σέ ὁ­λό­κλη­ρη τήν Βαλ­κα­νι­κή, µία Ἐ­πα­νά­στα­ση πού εἶ­χε θύ­µ­α­τα Πα­τρι­άρ­χες, προ­ε­στο­ύς, κα­πε­τα­να­ί­ους, κλέ­φτες καί ἁ­ρµ­α­το­λούς καί ἁ­πλο­ύς ἀ­γρό­τες, δέν ἔ­γι­νε µέ τήν πρό­θυ­µ­η καί ἀ­δι­άλ­λα­κτη βο­ύ­λη­ση τῶν ρα­γι­ά­δων νά ζή­σουν ἐ­λε­ύ­θε­ροι ἤ νά πε­θά­νουν, ἀλ­λά ἦ­ταν προ­α­πο­φα­σι­σµ­έ­νο προ­ϊ­όν µ­υ­στι­κῆς συ­νω­µ­ο­σί­ας. Ἐκ­πλη­κτι­κό!
Ἐξ ἄλ­λου ὁ κ. Πι­ζά­νιας, ἄν καί τα­κτι­κός κα­θη­γη­τής τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας, δέν ἔ­χει φα­ί­νε­ται δι­α­βά­σει κα­λά τό κλασ­σι­κό ἔρ­γο τοῦ Σάθα Ἡ Τουρ­κο­κρα­του­µ­έ­νη Ἑλ­λάς, ἀλ­λά οὔ­τε το­ύς Πε­ρι­η­γη­τές τοῦ Κυ­ρι­ά­κου Σι­µ­ό­που­λου. Ἐ­κεῖ θά µάθαινε ὅ­τι πε­ρί­που κά­θε τρι­άν­τα χρό­νια (δη­λα­δή ἀ­νά µία γε­νιά) ξε­σποῦ­σαν ἐ­πα­να­στά­σεις, σέ ὅ­λη τήν δι­άρ­κεια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἀ­πό τήν πρώ­τη Ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ Κρο­κό­δει­λου Κλα­δᾶ, ἀ­µ­έ­σως µ­ε­τά τήν ῞Α­λω­ση, µέχρι τά Ὀρ­λω­φι­κά τό 1770 καί τήν ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ Βλα­χά­βα στόν Ὄ­λυ­µ­πο τό 1806. Καί, τέ­λος πάν­των, ἄν θε­ω­ρεῖ τόν Σάθα καί τόν Σι­µ­ό­που­λο ἐ­θνι­κι­στές ἱ­στο­ρι­κο­ύς, ἄς δι­α­βά­σει καί τόν κα­θό­λου –µά κα­θό­λου– φι­λέλ­λη­να Φίνλεϊ, πού λέ­ει ἀ­κρι­βῶς τά ἴ­δια. Ἀλ­λά τό κε­ί­µ­ε­νο τοῦ κ. Πι­ζά­νια στήν Κα­θη­µ­ε­ρι­νή δέν ἔ­χει οὔ­τε µία –οὔ­τε µία!– βι­βλι­ο­γρα­φι­κή πα­ρα­πο­µ­πή. Οἱ «µ­η­χα­νι­σµ­οί συ­να­ί­νε­σης», ἐξ ἄλ­λου, πού εἶ­χε δι­α­µ­ορ­φώ­σει τό ὀ­θω­µ­α­νι­κό κρά­τος σύ­µ­φω­να µέ τόν κ. Πι­ζά­νια, ἦ­ταν οἱ ἀ­πο­κε­φα­λι­σµ­οί, τό παι­δο­µ­ά­ζω­µ­α, ἡ ἄ­γρια φο­ρο­λο­γί­α, οἱ γε­νι­κευ­µ­έ­νες σφα­γές καί ἄλ­λες δη­µ­ο­κρα­τι­κές καί φι­λει­ρη­νι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες. Για­τί δέν ἀ­να­φέ­ρει ὁ κ. Πι­ζά­νιας τήν κά­θο­δο, στά 1715, στόν Μο­ριᾶ καί στήν Ρο­ύ­µ­ε­λη, τοῦ µ­ε­γά­λου βε­ζύ­ρη Ἁ­λῆ-Κι­ου­µ­ουρ­τζῆ, ἐ­πι­κε­φα­λῆς τε­ρα­στί­ου στρα­τε­ύ­µ­α­τος, πού ἰ­σο­πέ­δω­σε τήν νό­τια Ἑλ­λά­δα; Για­τί δέν ἀ­να­φέ­ρει τήν κα­τα­στρο­φή τοῦ Μο­ριᾶ τό 1770 ἀ­πό τόν Κα­ρά-Μου­στα­φᾶ καί το­ύς 100.000 Τουρ­καλ­βα­νο­ύς του; Γιά ποιά «συ­να­ί­νε­ση» µ­ι­λᾶ ὁ κ. Πι­ζά­νιας;
Καί γιά ποιά «ἀ­που­σί­α ση­µ­αν­τι­κῶν ἐ­ξε­γέρ­σε­ων» στήν ἀρχή τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης γρά­φει ὁ κ. Πι­ζά­νιας; Τί ἦ­ταν τό­τε τό Βαλ­τέ­τσι, τό Λάλα, ἡ Κα­λα­µ­ά­τα κ.λπ.;
Κι ὅ­σο γιά τήν «ἐ­πιρ­ροή τοῦ γαλ­λι­κοῦ ἰ­α­κω­βι­νι­σµ­οῦ», ὁ κ. Πι­ζά­νιας λί­γο µ­ᾶς τά µ­περ­δε­ύ­ει: ἡ Γαλ­λι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση ἔ­γι­νε τό 1789. Τότε ἐ­πιρ­ροή τί­νος πρά­γµ­α­τος ἦ­ταν ἡ γε­νι­κευ­µ­έ­νη ἐ­ξέ­γερ­ση τοῦ 1770 ἤ οἱ προ­η­γο­ύ­µ­ε­νες ἐ­πα­να­στά­σεις (σέ ὅ­λη τήν δι­άρ­κεια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας γί­νον­ταν, ὅ­πως εἴ­πα­µ­ε, ἐ­πα­να­στα­τι­κά κι­νή­µ­α­τα κα­τά µέσον ὅ­ρο κά­θε τρι­άν­τα χρό­νια); ’Ή ἦ­ταν «ἐ­πιρ­ροή τοῦ γαλ­λι­κοῦ ἰ­α­κω­βι­νι­σµ­οῦ» τό ἐ­πα­να­στα­τι­κό κί­νη­µ­α τοῦ Κρο­κό­δει­λου Κλα­δᾶ στήν Πε­λο­πόν­νη­σο τοῦ 1460, τρεῖς αἰ­ῶ­νες πρίν τόν ἰ­α­κω­βι­νι­σµό;
Ἀλ­λά τήν βα­θύ­τε­ρη φι­λο­σο­φί­α τοῦ κ. Πι­ζά­νια δι­α­κρί­νει κα­νε­ίς κα­λύ­τε­ρα ὅ­ταν, πα­ρά κά­τω, ἀ­πο­κα­λεῖ τό σύν­θη­µ­α «φω­τιά καί τσε­κο­ύ­ρι στο­ύς προ­σκυ­νη­µ­έ­νους» (πού ἐ­ξα­πέ­λυ­σε ὁ Κο­λο­κο­τρώ­νης τό 1825-6 ἐ­ναν­τί­ον ὅ­σων δή­λω­ναν ὑ­πο­τα­γή στόν Ἰµπραήµ πού κα­τέ­και­ε τήν Πε­λο­πόν­νη­σο) ὡς «κι­νή­σεις, πού θυ­µ­ί­ζουν πε­ρί­ο­δο ἐ­πα­να­στα­τι­κοῦ τρό­µ­ου». Εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἀ­πο­λύ­τως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι ὁ κ. Πι­ζά­νιας γρά­φει «ἐ­νάν­τια στο­ύς “προ­σκυ­νη­µ­έ­νους” ῞Ελ­λη­νες στόν Ἰµπραήµ», δη­λα­δή θέ­τει τήν λέ­ξη προ­σκυ­νη­µ­έ­νους σέ εἰ­σα­γω­γι­κά. Κα­τα­λά­βα­µ­ε, κ. Πι­ζά­νια…
Καί νά σκε­φθεῖ κα­νε­ίς ὅ­τι τό κε­ί­µ­ε­νό του ἐκ­φω­νή­θη­κε ὡς πα­νη­γυ­ρι­κός τῆς 25ης Μαρ­τί­ου στό Γε­ω­πο­νι­κό Πα­νε­πι­στή­µ­ιο…
∆έν τε­λει­ώ­σα­µ­ε µέ τόν κ. Πι­ζά­νια. Ἐ­πα­νῆλ­θε µέ συ­νέν­τευ­ξή του στήν ἄ­πει­ρα φι­λό­ξε­νη Κα­θη­µ­ε­ρι­νή στίς 29 Ἀ­πρι­λί­ου 2007 (σ. 7), ὅ­που δι­α­τυ­πώ­νει τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι ἡ Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση δέν εἶ­ναι, ὅ­πως ξέ­ρα­µ­ε µέχρι σή­µ­ε­ρα, κι ὅ­πως οἱ ἴ­διοι οἱ πρω­τα­γω­νι­στές της τήν συ­νέ­λα­βαν, ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός πό­λε­µ­ος ἤ ἀ­γώ­νας τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας (προ­φα­νῶς οὔ­τε νά ἀ­πε­λευ­θε­ρω­θοῦ­µ­ε θέ­λα­µ­ε οὔ­τε τήν ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α µ­ας ἐ­πι­δι­ώ­κα­µ­ε), «καί ἀ­κό­µ­η χει­ρό­τε­ρα δέν εἶ­ναι “Πα­λιγ­γε­νε­σί­α” ἑ­νός δῆ­θεν προ­ϋ­πάρ­χον­τος ἔ­θνους, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζει ἡ ἐ­θνο­κεν­τρι­κή δο­ξα­σί­α».[ ]
Ἐ­γώ, ὅ­µ­ως, µέ αὐ­στη­ρά ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κά κρι­τή­ρια, θά χα­ρα­κτη­ρί­σω «δο­ξα­σί­α» τίς ἀ­πό­ψεις τοῦ κ. Πι­ζά­νια. ∆ι­ό­τι σ’ ὅ­λ’ αὐ­τά δέν εἶ­δα οὔ­τε µία συγ­κε­κρι­µ­έ­νη πα­ρα­πο­µ­πή σέ πη­γές τῆς ἐ­πο­χῆς, οὔ­τε ἕ­να πρα­γµ­α­το­λο­γι­κό ἐ­πι­χε­ί­ρη­µ­α. Ἐ­πι­στή­µ­η ὅ­µ­ως εἶ­ναι ἡ ἐ­ξα­γω­γή συ­µ­πε­ρα­σµ­ά­των µέ βά­ση ὑ­παρ­κτά στοι­χεῖ­α (ἄς δι­α­βά­σει ὁ κ. Πι­ζά­νιας τόν κώ­δι­κα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς τῶν Ἁ­γί­ων Τεσ­σα­ρά­κον­τα Σπάρ­της (πού ἀ­να­κά­λυ­ψε ὁ δι­α­κε­κρι­µ­έ­νος βυ­ζαν­τι­νο­λό­γος Νι­κό­λα­ος Βέης), πού ἀ­νή­κει στόν 17ο αἰ­ῶ­να καί δε­ί­χνει τήν γλα­φυ­ρή, ὡ­ραι­ό­τα­τη ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς, πού κα­νέ­νας Κο­ρα­ῆς δέν κα­τα­σκε­ύ­α­σε καί πού µ­οι­ά­ζει τό­σο πο­λύ µέ τήν ση­µ­ε­ρι­νή δι­κή µ­ας!) καί ὄ­χι χα­ρα­κτη­ρι­σµ­οί, κρί­σεις, θε­ω­ρί­ες καί ἄ­φθο­νη φλυ­α­ρί­α.
Ὁ δη­µ­ο­σι­ο­γρά­φος κ. Πάσχος Μαν­δρα­βέ­λης, στίς 21 Φε­βρου­α­ρί­ου 2007, δη­µ­ο­σι­ε­ύ­ει στήν Κα­θη­µ­ε­ρι­νή ἄρ­θρο µέ τί­τλο «Τό δί­κιο τοῦ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που», ὅ­που συ­µ­πε­ρι­ε­λά­µ­βα­νε τήν φρά­ση «τά ψε­ύ­τι­κα λά­βα­ρα τῆς Ἁ­γί­ας Λα­ύ­ρας». Ἀ­νέ­τρε­ξα λοι­πόν στήν σχε­τι­κή βι­βλι­ο­γρα­φί­α, γιά νά δι­α­πι­στώ­σω τήν ἱ­στο­ρι­κή ἀ­λή­θεια, καί ἀ­να­κά­λυ­ψα ὅ­τι τό πε­ρι­στα­τι­κό τῆς Ἁ­γί­ας Λα­ύ­ρας ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν πλή­ρως καί ἀ­να­λυ­τι­κά: α) ὁ ἔγ­κυ­ρος ἱ­στο­ρι­κός Οὐ­ίλ­λιαµ Μύλλερ, στό κλασ­σι­κό ἔρ­γο του Ἡ Τουρ­κί­α κα­ταρ­ρέ­ου­σα, Ἀ­θή­να, ἔκ­δο­ση τοῦ βι­βλι­ο­πω­λε­ί­ου τῆς Ἑ­στί­ας, 1914, σελ. 93, β) ὁ Σάµουελ Γκρίν­τλε­ϋ Χάου, στήν Ἱ­στο­ρι­κή σκι­α­γρα­φί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης, Νέα Ὑόρκη, 1928, ἀ­να­τύ­πω­ση ἑλλ. µ­ε­τά­φρ. 1997, σελ. 66. Ση­µ­ει­ω­τέ­ον ὅ­τι ὁ Χάου ἔ­ζη­σε στήν Ἑλ­λά­δα κα­τά τήν ἐ­πα­να­στα­τι­κή πε­ρί­ο­δο ἐ­πί πέν­τε ἔ­τη καί προ­σέ­φε­ρε ὑ­πη­ρε­σί­ες ὡς ἰα­τρός, γ) ὁ ἐγ­κυ­ρώ­τε­ρος ἱ­στο­ρι­κός καί σύγ­χρο­νος τῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης Σπυ­ρί­δων Τρι­κο­ύ­πης, στήν κλασ­σι­κή Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως, ἀ­να­τύ­πω­ση ἀ­πό τήν Νέα Ἑλ­λη­νι­κή Βι­βλι­ο­θή­κη, σ. 62. Τά πα­ρα­πά­νω ἐν­δει­κτι­κά, δι­ό­τι σχε­δόν ὅ­λες οἱ πη­γές ἀ­να­φέ­ρουν τήν Ἁ­γί­α Λα­ύ­ρα.
῎Ε­στει­λα ἐ­πι­στο­λή στήν Κα­θη­µ­ε­ρι­νή µέ τά προ­α­να­φερ­θέν­τα, ὅ­που ἐ­πε­σή­µ­αι­να ἐν κα­τα­κλεῖ­δι ὅ­τι ἀ­πό­ψεις καί κρί­σεις πού ἀ­φο­ροῦν τό­σο σο­βα­ρά ζη­τή­µ­α­τα πρέ­πει νά εἶ­ναι ἐ­παρ­κῶς τε­κµ­η­ρι­ω­µ­έ­νες καί ὄ­χι προ­ϊ­όν­τα ἰ­δε­ο­λο­γι­κῶν ἐ­πιρ­ρο­ῶν. Ἡ Κα­θη­µ­ε­ρι­νή δη­µ­ο­σί­ευ­σε τήν ἐ­πι­στο­λή µ­ου, ἀλ­λά φα­ί­νε­ται ὅ­τι ὁ κ. Μαν­δρα­βέλ­λης γνω­ρί­ζει κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τόν Σπυ­ρί­δω­να Τρι­κο­ύ­πη τά γε­γο­νό­τα καί µ­ᾶλ­λον θε­ω­ρεῖ τόν Μύλλερ καί τόν Χάου ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ ἐ­θνι­κι­σµ­οῦ. Γι’ αὐ­τό καί στίς 28 Μαρ­τί­ου, ἕ­ναν πε­ρί­που µ­ῆ­να µ­ε­τά, ἐ­πα­νῆλ­θε ἀ­πτό­η­τος ἀ­πό ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κά ἐ­πι­χει­ρή­µ­α­τα καί πη­γές σέ νέ­ο του ἄρ­θρο, µέ τόν τί­τλο «Οἱ “ἀ­γα­θοί” µ­ας µ­ῦ­θοι» (τό ἀ­γα­θοί σέ εἰ­σα­γω­γι­κά τοῦ ἰ­δί­ου), ξε­κι­νών­τας µέ τήν πρό­τα­ση: Ἡ κα­τάρ­ρευ­ση τῶν µύθων γιά τό «κρυ­φό σχο­λειό» καί τήν «εὐ­λο­γί­α τοῦ Πα­λαι­ῶν Πα­τρῶν Γε­ρµ­α­νοῦ στήν Ἁ­γί­α Λα­ύ­ρα» κ.λπ. κ.λπ.
Πε­ρί­µ­ε­να ἀ­πό τόν κ. Μαν­δρα­βέ­λη ἤ νά ἀ­να­θε­ω­ρή­σει ὅ­σα εἶ­χε προ­η­γου­µ­έ­νως ὑ­πο­στη­ρί­ξει, ὑ­πό τό βά­ρος τῶν πα­ρα­πο­µ­πῶν καί τῆς βι­βλι­ο­γρα­φί­ας πού τοῦ ἔ­στει­λα, ἤ νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει µέ ἄλ­λες, ἀν­τί­θε­τες πα­ρα­πο­µ­πές καί ἄλ­λη βι­βλι­ο­γρα­φί­α, τήν ὀρ­θό­τη­τα τῶν ἀ­πό­ψε­ών του. Ἀλ­λά δέν ἔ­πρα­ξε οὔ­τε τό ἕ­να οὔ­τε τό ἄλ­λο. Αὐ­τό λοι­πόν ἀ­πο­δει­κνύ­ει σα­φέ­στα­τα ὅ­τι οἱ ἀ­πό­ψεις τοῦ κ. Μαν­δρα­βέ­λη δέν προ­κύ­πτουν ἀ­πό µ­ε­λέ­τη τῶν πρα­γµ­α­τι­κῶν πε­ρι­στα­τι­κῶν, ἀλ­λά ἀ­πο­τε­λοῦν προ­ϊ­όν ἰ­δε­ο­λο­γι­κῆς ἐ­µ­µ­ο­νῆς καί ὡς γνω­στόν οἱ ἰ­δε­ο­λο­γι­κές ἐ­µ­µ­ο­νές δέν κά­µ­πτον­ται οὔ­τε καί ἀ­πό τήν πιό ἐ­µ­πε­ρι­στα­τω­µ­έ­νη ἐ­πι­χει­ρη­µ­α­το­λο­γί­α καί ἀ­πο­δε­ί­ξεις, δι­ό­τι σχε­τί­ζον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο µέ τόν ψυ­χι­κό καί λι­γώ­τε­ρο µέ τόν πνευ­µ­α­τι­κό µ­ας κό­σµ­ο.
Γιά τό ζή­τη­µ­α τοῦ κρυ­φοῦ σχο­λει­οῦ, πού ἐ­πί­σης ὁ κ. Μαν­δρα­βέ­λης κα­ταγ­γέλλει ὡς µ­ῦ­θο, τήν ἀ­πάν­τη­ση ἔ­χει δώ­σει ὁ Φ.Ι. Κα­κρι­δῆς (ἐ­κτός ἄν ὁ κ. Μαν­δρα­βέ­λης ἀ­µ­φι­σβη­τεῖ καί τό ἐ­πι­στη­µ­ο­νι­κό κῦ­ρος τοῦ κ. Κα­κρι­δῆ ἤ ἄν τόν θε­ω­ρεῖ κι αὐ­τόν ἀ­κραῖ­ο ἐ­θνι­κι­στή). Σέ ἄρ­θρο του στό Βῆ­µ­α [22 Φε­βρου­α­ρί­ου 1998, Νέες Ἐ­πο­χές, σ. 11], ὁ Κα­κρι­δῆς ση­µ­ει­ώ­νει ὅ­τι, ναί µέν ὑ­πῆρ­χαν σχο­λές ἐ­πί Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἀλ­λά ἡ λει­τουρ­γί­α τους ἐ­λεγ­χό­ταν αὐ­στη­ρά ἀ­πό τήν τουρ­κι­κή ἐ­ξου­σί­α, ὥ­στε νά ἀ­πο­κλε­ί­ε­ται ἡ πα­τρι­ω­τι­κή ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α καί ἡ µ­α­χό­µ­ε­νη Ὀρ­θο­δο­ξί­α, γι’ αὐ­τό καί ὑ­πῆρ­χαν πα­ράλ­λη­λοι, ἄ­τυ­ποι καί δι­α­φε­ύ­γον­τες τοῦ τουρ­κι­κοῦ ἐ­λέγ­χου µ­η­χα­νι­σµ­οί δι­δα­σκα­λί­ας, πού στήν λα­ϊ­κή συ­νε­ί­δη­ση κα­τα­γρά­φη­καν ὡς «κρυ­φό σχο­λειό». Ἀλ­λά ἡ ἀ­να­δρο­µή στό πα­ρελ­θόν ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται ἀ­πό τό πα­ρόν: στήν κα­τε­χό­µ­ε­νη Κύπρο, τίς δι­ώ­ξεις πού ὑ­πέ­στη καί ὑ­φί­στα­ται ἡ δα­σκά­λα ’Ελένη Φωκά τίς ἔ­χε­τε ἀ­κο­ύ­σει, φίλ­τα­τε κ. Μαν­δρα­βέ­λη µ­ου;
[ ] 2 Σε­πτε­µ­βρί­ου 2007: ὁ κ. ∆η­µ­ή­τρης Σω­τη­ρό­που­λος, δι­δά­σκων Ἱ­στο­ρί­α στό Ἰόνιο Πα­νε­πι­στή­µ­ιο, πα­ρου­σι­ά­ζει τό ἔρ­γο τοῦ (ἄ­γνω­στου σέ µένα) κ. Νίκου Ρο­τζώ­κου, µέ τί­τλο Ἐ­θνα­φύ­πνι­ση καί Ἐ­θνο­γέ­νε­ση (σ.τ.σ.: νά ᾽την πά­λι ἡ Ἐ­θνο­γέ­νε­ση), Ὀρ­λω­φι­κά καί ἑλ­λη­νι­κή ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­α. Ὁ ἀ­πί­στευ­τος τί­τλος τῆς βι­βλι­ο­πα­ρου­σί­α­σης (πού κα­τα­λα­µ­βά­νει τό ἥ­µ­ι­συ τῆς σε­λί­δας 6 τῆς Κα­θη­µ­ε­ρι­νῆς, εἶ­ναι «Τά Ὀρ­λω­φι­κά δέν ἦ­ταν ἐ­θνι­κή ἐ­πα­νά­στα­ση». Χω­ρίς κἄν ἕ­να ἐ­ρω­τη­µ­α­τι­κό στό τέ­λος. ∆η­λα­δή, κα­τό­πιν τοῦ ἔρ­γου τοῦ κ. Ρο­τζώ­κου καί τῆς βι­βλι­ο­πα­ρου­σι­ά­σε­ώς του ἀ­πό τόν κ. Σω­τη­ρό­που­λο, τό θέ­µ­α ξε­κα­θά­ρι­σε καί θε­ω­ρεῖ­ται λῆ­ξαν! Τά Ὀρ­λω­φι­κά, πού ἐ­πί αἰ­ῶ­νες οἱ πη­γές ἀ­να­φέ­ρουν ὡς τήν τε­λευ­τα­ί­α µ­ε­γά­λη Ἐ­πα­νά­στα­ση τῶν ὑ­πό­δου­λων Ἑλ­λή­νων πρίν τό ᾽21, κα­τα­τάσ­σε­ται πλέ­ον ὁ­ρι­στι­κά στίς… µή ἐ­θνι­κές ἐ­πα­να­στά­σεις! (῎Α­ρα­γε τί ἐ­πα­νά­στα­ση ἦ­ταν; Τα­ξι­κή; ’Ή µήπως δέν ἦ­ταν ἐ­πα­νά­στα­ση;) Σύµφωνα µέ τόν κ. Σω­τη­ρό­που­λο, «ἡ γρα­φί­δα τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ Νίκου Ρο­τζώ­κου ἔρ­χε­ται νά σκί­σει σάν γι­α­τα­γά­νι τίς βε­βαι­ό­τη­τές µ­ας σέ σχέ­ση µέ τίς ἐ­πα­να­στα­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις τῶν ὁ­µ­ο­δό­ξων τοῦ ὕ­στε­ρου 18ου αἰ­ῶ­να στά νό­τια τῆς Ὀ­θω­µ­α­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας».
[ ] Μία δη­µ­ο­φι­λής σ’ αὐ­το­ύς το­ύς κύ­κλους ἀ­να­φο­ρά εἶ­ναι ἡ κα­ταγ­γε­λί­α τῆς «ἐ­θνο­κά­θαρ­σης» τῶν Το­ύρ­κων τῆς Τρί­πο­λης ἀ­πό το­ύς ῞Ελ­λη­νες κα­τά τήν Ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή της τόν Σε­πτέ­µ­βριο τοῦ 1821. «Ὅ­ταν οἱ Ἕλ­λη­νες µ­πῆ­καν στήν Τρί­πο­λη, δέν ἔ­µ­ει­νε λι­θά­ρι ὄρ­θιο», ἐ­πι­ση­µ­αί­νει ὀρ­θά ὁ κύ­ριος Θά­νος Βε­ρέ­µ­ης, κα­θη­γη­τής Ἱ­στο­ρί­ας στό Πα­νε­πι­στή­µ­ιο Ἀ­θη­νῶν, σέ συ­νέν­τευ­ξή του στόν Τύ­πο τῆς Κυ­ρια­κῆς (1-4-2007). ῎Ο­χι µόνον δέν θά δι­α­ψε­ύ­σω, ἀλ­λά θά τε­κµ­η­ρι­ώ­σω καί θά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σω τό γε­γο­νός: «Τό ἄ­λο­γό µ­ου», γρά­φει ὁ νι­κη­τής τῶν Το­ύρ­κων καί ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τής τῆς Ἑλ­λά­δος Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης, «ἀ­πό τά τε­ί­χη ἕ­ως τά σα­ρά­για δέν ἐ­πά­τη­σε γῆ» [Κο­λο­κο­τρώ­νη Ἀ­πο­µ­νη­µ­ο­νε­ύ­µ­α­τα, ἐκδ. ∆ρα­κο­πο­ύ­λου, σελ. 93]. 32.000 Τοῦρ­κοι ἐ­σφά­γη­σαν ἀ­πό το­ύς ῞Ελ­λη­νες, συ­νε­χί­ζει ὁ Γέρος τοῦ Μο­ριᾶ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­βα­λε «Τε­λά­λη, νά πα­ύ­σῃ ὁ σφα­γµ­ός». Καί συ­νε­χί­ζει: «῞Ο­ταν ἐ­µ­βῆ­κα εἰς τήν Τρι­πο­λι­τσά, µ­οῦ ἔ­δει­ξαν τόν πλά­τα­νο εἰς τό πα­ζά­ρι ὁ­πού ἐ­κρέ­µ­α­γαν το­ύς ῞Ελ­λη­νες. Ἀ­να­στέ­να­ξα καί εἶ­πα: “῎Α­ϊν­τε, πό­σοι ἀ­πό τό σό­γι µ­ου καί ἀ­πό τό ἔ­θνος µ­ου ἐ­κρε­µ­ά­σθη­σαν ἐ­κεῖ”, καί δι­έ­τα­ξα καί τόν ἔ­κο­ψαν. Ἐ­πα­ρη­γο­ρή­θη­κα καί διά τόν σκο­τω­µό τῶν Το­ύρ­κων».
῎Ο­χι, κύ­ρι­οι ὄ­ψι­µ­οι «ἀν­θρω­πι­στές», οἱ ση­µ­ε­ρι­νοί ἐ­λε­ύ­θε­ροι ῞Ελ­λη­νες δέν αἰ­σθα­νό­µ­α­στε ἐ­νο­χές γιά τήν «ἀν­θρω­πι­στι­κή κα­τα­στρο­φή» τῆς Τρί­πο­λης, τόν µ­α­το­βαμ­µ­έ­νο Σε­πτέ­µ­βρη τοῦ 1821. ∆ε­δο­µ­έ­νου ὅ­τι δέν ὑ­φί­στα­το τό­τε –ὅ­πως καί δέν ὑ­φί­στα­ται οὔ­τε σή­µ­ε­ρα– δι­ε­θνής ὀρ­γα­νι­σµ­ός πού νά χα­ρί­ζει τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α στο­ύς ὑ­πό­δου­λους λα­ο­ύς, κα­τό­πιν γρα­πτῆς αἰ­τή­σε­ως µ­ε­τά χαρ­το­σή­µ­ου. Οὔ­τε οἱ Τοῦρ­κοι θά ἔ­φευ­γαν µόνοι τους ἀ­πό τήν Ἑλ­λά­δα κα­τό­πιν δι­α­πρα­γµ­α­τε­ύ­σε­ων. Οἱ πρό­γο­νοί µ­ας, βε­βα­ί­ως, τό γνώ­ρι­ζαν αὐ­τό πο­λύ κα­λά, γι’ αὐ­τό καί τό κεν­τρι­κό σύν­θη­µ­α στήν Ἐ­πα­νά­στα­ση ἦ­ταν «Ἐ­λευ­θε­ρί­α ἤ Θάνατος».

ΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ ΠΕΡΔΕΤΑΙ

  Φάντασμα με επιδερμίδα  -  Στέλιος  Γιαννίκος Στην ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι το 1972, «Οι ιστορίες του Καρτέμπερυ», βλέπουμε τον Δι...